Λίγα λόγια περί αμελείας κ ενδεχομενου δόλου, εξ’ αφορμής της τοποθετησεως του συναδέλφου Λυκουρεζου.

Σύμφωνα με τη θεωρία της αποδοχής του κινδύνου ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης αποδέχεται τον κίνδυνο που θέτει με τη συμπεριφορά του και αδιαφορεί για το αποτέλεσμα. Ακόμη και όταν ο δράστης δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα έχει ενδεχόμενο δόλο εφόσον σκέφτεται: «ό,τι και να γίνει εγώ θα πράξω» («β΄ τύπος του Φρανκ»). Με τη θεωρία αυτή συντάσσεται κατά βάση και ο Ανδρουλάκης (Πως διακρίνεται ο ενδεχόμενος δόλος από την ενσυνείδητη αμέλεια; ΠΧ ΜΑ/12), σύμφωνα με τον οποίο ενδεχόμενος δόλος πρόκειται «οσάκις ο δράστης έλαβε σοβαρά υπόψη του το ενδεχόμενο πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και, αφού το εστάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε το τελευταίο ως τόσο σημαντικό ώστε, ακόμα κι αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι αυτόν καθεαυτό (υπό ευρεία έννοια) αποδεκτό, ή ήταν ακόμα και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε ωστόσο να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας-ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση ότι αυτό δεν θα επέλθει». Ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει, αντίθετα, όταν ο δράστης πίστεψε ότι τελικά δεν θα επέλθει. (Χρίστου Χ. Μυλωνόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, 1997, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 57-58)

Ο οδηγός του θηριώδους φορτηγού που εισέρχεται στο αντίθετο ρεύμα γνωρίζοντας ότι θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή των ευρισκομένων στο αντίθετα κινούμενο αυτοκίνητο, ο οδηγός του μεγάλου ταχυπλόου που το οδηγεί επικίνδυνα, με υπερβολική ταχύτητα, σε θαλάσσια ύδατα που γνωρίζει ότι πλέουν κ άλλα μικρότερα σκάφη, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος δεν κινδυνεύει διόλου από μια σύγκρουση την οποία θεωρεί ενδεχόμενη, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον ενδεχόμενο δόλο απ’ ότι στην αμέλεια, έστω και αν ο θάνατος των άλλων του είναι ανεπιθύμητος. Πράγματι, ο εν λόγω οδηγός με τη συμπεριφορά του εναποθέτει, ορθότερα μεταθέτει στους άλλους ολόκληρο το βάρος της αποφυγής της σύγκρουσης, δηλαδή ολόκληρο το βάρος της αποτροπής του κινδύνου που ο ίδιος υπαίτια και παράνομα έθεσε. Συγχρόνως θεωρεί πολύ πιθανό ότι ο αντιθέτως ερχόμενος οδηγός, κ ότι οι καπετάνιοι των υπολοίπων μικρότερων σκαφών πιεζόμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, θα «κάνουν τα αδύνατα δυνατά» για ν’ αποφύγουν, ως ασθενέστεροι, τη σύγκρουση. Η πιθανότητα αυτή είναι για τον υπό κρίση δράστη τόσο υψηλή, ώστε το ενδεχόμενο «να μην τα καταφέρουν» οι άλλοι δεν τον απασχολεί, μολονότι αυτός πρώτος βαρύνεται με το καθήκον να θέσει ανασχετικούς φραγμούς στην επικίνδυνη δραστηριότητά του.

Εδώ αναδεικνύεται και η σημασία της θεωρίας του Armin Kaufmann , σύμφωνα με την οποία ο δράστης που προβλέπει το αποτέλεσμα ως δυνατό δεν έχει ενδεχόμενο δόλο μόνο αν εκδήλωσε εμπράκτως την πρόθεσή του ν’ αποφύγει το αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια περίπτωση ιδιαίτερα επίμεμπτης αδιαφορίας ως προς το αποτέλεσμα, όπου η εσωτερική στάση του δράστη είναι περίπου η εξής:
«γνωρίζω ότι θέτω σε κίνηση μια αιτιώδη αλληλουχία που καθιστά εξόχως πιθανό το θάνατό σου, πιστεύω ότι θα κάνεις το παν για να τον αποφύγεις, η σωτηρία σου είναι δικό σου πρόβλημα -αν τολμάς κάνε και αλλιώς! – εγώ πάντως δεν θα σ’ εμποδίσω να σωθείς». (Χρίστου Χ. Μυλωνόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, 1997, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 61)

Στις παραπάνω περιπτώσεις η συμπεριφορά του οδηγού, που από θέση ασφαλείας προκαλεί υπαίτια και με γνώση του κίνδυνο ζωής ή υγείας σε άλλον, δεν διαφέρει ουσιαστικά από κλασικές περιπτώσεις δόλου: Εκείνος π.χ. που με θετική συμπεριφορά εξαναγκάζει κάποιον να εισέλθει σε περιφραγμένο χώρο όπου βρίσκεται ένα άγριο σκυλί, με αποτέλεσμα αυτός να υποστεί βαριές σωματικές κακώσεις, θεωρεί εξόχως πιθανή τη σωματική βλάβη. Το ότι αυτός δεν επιθυμεί τη βλάβη της υγείας και το ότι δεν προτίθεται να εμποδίσει τον παθόντα να σωθεί, δύσκολα μπορεί να στηρίξει την εκδοχή ότι βαρύνεται με αμέλεια. Η συμπεριφορά του βρίσκεται πολύ εγγύτερα στην έννοια του δόλου…….Ο δόλος και η αμέλεια, ως μορφές εσωτερικής συμμετοχής, συγκροτούν μια συνεχώς μεταλλασσόμενη αλληλουχία συμπεριφορών. Πρόκειται για μια εσωτερική συμμετοχή που μεταβάλλεται κατά περιεχόμενο ανάλογα με το βαθμό της. Η μεταβολή αυτή δεν συντελείται απότομα αλλά βαθμιαία, σταδιακά και ανεπαίσθητα. Μεταξύ δόλου και αμέλειας δεν υπάρχει συγκεκριμένο όριο. Τα όρια των δύο εννοιών είναι εξόχως ασαφή. Κάθε προσπάθεια χάραξης σαφών ορίων είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και αντιεπιστημονική. Μεταξύ τους υπάρχει μια αξιολογική σχέση διαβάθμισης, από την οποία προκύπτει ότι όσο πιο έντονη είναι η εσωτερική συμμετοχή στην πρόκληση του αποτελέσματος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η κοινωνική αποδοκιμασία της πράξης. (Χρίστου Χ. Μυλωνόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, 1997, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 61-62)

Εν προκειμένω o καπετάνιος του μεγάλου ταχυπλόου γνώριζε και όφειλε να γνωρίζει ότι η επικίνδυνη οδήγηση του μεγάλου ταχυπλόου, με υπερβολική ταχύτητα, σε θαλάσσια ύδατα που πλέουν κ άλλα μικρότερα σκάφη, εγκυμονει τεράστιους κινδύνους για τα μικρότερα σκάφη κ τους επιβαινοντες σε αυτά.

Παρότι γνώριζε λοιπόν άριστα όλα τα ανωτέρω αποδέχτηκε τον κίνδυνο θανάτωσης ανθρώπου που έθεσε με τη συμπεριφορά του, με την επικίνδυνη οδήγηση του μεγάλου ταχυπλόου, με υπερβολική ταχύτητα, σε θαλάσσια ύδατα που πλέουν κ άλλα μικρότερα σκάφη, ή ακόμα και αν δεν αποδέχτηκε τον κίνδυνο αυτό, σκέφτηκε «ό,τι και να γίνει εγώ θα πιλοτάρω το ταχύπλοό μου έτσι».

Υφίσταται λοιπόν ενδεχόμενος δόλος του καπετάνιου, γιατί ο δράστης έλαβε σοβαρά υπόψη του το ενδεχόμενο πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δηλαδή της ανθρωποκτονίας και, αφού το εστάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του (ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του, εντυπωσιασμο των επιβαινόντων σε αυτό κλπ), έκρινε τα τελευταία ως τόσο σημαντικά ώστε, ακόμα κι αν το αξιόποινο αποτέλεσμα της ανθρωποκτονίας δεν ήταν γι αυτόν καθεαυτό (υπό ευρεία έννοια) αποδεκτό, ή ήταν ακόμα και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε ωστόσο να προχωρήσει στην ανωτέρω παραβατική συμπεριφορά.

Ο δράστης εν προκειμένω συμπεριφέρεται σαν τον οδηγό του θηριώδους φορτηγού που εισέρχεται στο αντίθετο ρεύμα γνωρίζοντας ότι θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή των ευρισκομένων στο αντίθετα κινούμενο αυτοκίνητο, δηλαδή πιλοτάρει με επικίνδυνη οδήγηση το μεγάλο ταχύπλοό του, πιλοτάρει με υπερβολική ταχύτητα το ταχύπλοό του, πιλοτάρει ως ανωτέρω σε θαλάσσια ύδατα που γνωρίζει ότι πλέουν κ άλλα μικρότερα σκάφη, γνωρίζοντας ότι θέτει σε κίνδυνο τις ζωές των επιβαινόντων στα μικρότερα σκάφη, μεταθέτει στους καπετάνιους των άλλων σκαφών το βάρος της αποτροπής του κινδύνου που ο ίδιος υπαίτια και παράνομα έθεσε, μολονότι αυτός πρώτος βαρύνεται με το καθήκον να θέσει ανασχετικούς φραγμούς στην επικίνδυνη δραστηριότητά του, δηλαδή μην επιδεικνύοντας την ανωτέρω παραβατική συμπεριφορά.

Η εσωτερική στάση του δράστη είναι η εξής: «γνωρίζω ότι με την παραβατική συμπεριφορά μου θέτω σε κίνηση μια αιτιώδη αλληλουχία που καθιστά εξόχως πιθανό το θάνατό σου, πιστεύω ότι θα κάνεις το παν για να τον αποφύγεις, η σωτηρία σου είναι δικό σου πρόβλημα -αν τολμάς κάνε και αλλιώς! – εγώ πάντως δεν θα σ’ εμποδίσω να σωθείς».