ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΑΣ. ΦΛΩΡΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
___________________________________________________________________________________
ΚΛΕΟΜΕΝΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ 13
25 100 ΑΙΓΙΟ
TΗΛ.: 26910 62620, 6937 432530 ΦΑΞ : 26910 62620
email :a_a floros@yahoo.gr
aafloros@gmail.com

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ
(Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ανδρέα Φλώρου του Βασιλείου, δικηγόρου και κατοίκου Αιγίου, οδός Κλεομένους Οικονόμου, αρ.13.
ΚΑΤΑ
Του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Λογαριασμός Ενισχύσεως Δικηγόρων Επαρχιών» (Λ.Ε.Δ.Ε.) που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αχαρνών, αρ.29, και εκπροσωπείται νόμιμα.

_____

Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου σας κατά τη δικάσιμο της 20-10-2017, κατόπιν πλείστων όσων αναβολών λόγω της αποχής των δικηγόρων αλλά και λόγω αιτήσεων αναβολών του αντιδίκου, η από 16-12-2015 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 136/16-12-2015 Αγωγή μου κατά του αντιδίκου (σχετ.1)

Επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής μου επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο αντίδικο την 11-01-2016, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη υπ’ αριθμ. 11376Γ΄/11-01-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Βασιλείου Αν. Παπαγιαννούλα (σχετ.2)

Επειδή για την άσκηση της αγωγής μου δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/97 Νόμος : Στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο ΓΠΟΗ`/1912 (ΦΕΚ 3 Α`), όπως ήδη ισχύει, δικαστικό ένσημο, για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε και καθ` ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής και το αιτούμενο κονδύλιο είναι εργατική απαίτηση).
Άλλως και επικουρικώς και μόνο και εφόσον κρίνει διαφορετικά το Δικαστήριό σας τρέπω καθ’ ολοκληρίαν το αίτημα της αγωγής μου από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό.

Επειδή η υπό κρίση αγωγή μου είναι νόμιμη, βάσιμη, αληθινή και αποδεικνυόμενη και πρέπει να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή.

Επειδή προς απόδειξή της προσκομίζω και επικαλούμαι τα κάτωθι σχετικά μου έγγραφα:
1. Την από 16-12-2015 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 136/16-12-2015 Αγωγή μου κατά του αντιδίκου (σχετ.1)

2. Την υπ’ αριθμ. 11376Γ΄/11-01-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Βασιλείου Αν. Παπαγιαννούλα (σχετ.2), από την οποία αποδεικνύεται ότι επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής μου επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο αντίδικο την 11-01-2016.

3. Την από 29-1-2014 Τηλεομοιοτυπία Αίτηση-Δήλωση Επιφύλαξης Παντός Νομίμου Δικαιώματός μου προς το ΛΕΔΕ (Υπόψιν του ΔΣ ή οιουδήποτε άλλου αρμοδίου)(σχετ.3), δια της οποίας αποδεικνύεται ότι αιτήθηκα από το αντίδικο να με ενημερώσει εγγράφως για το συνολικά εκ μέρους μου καταβληθέν σε αυτό ποσό, ενώ επιπλέον επιφυλάχθηκα παντός νομίμου δικαιώματός μου.

4. Την από 29-1-2014 Τηλεομοιοτυπία Δήλωση-Αίτηση Επιφύλαξη Παντός Νομίμου Δικαιώματός μου προς το ΛΕΔΕ (Υπόψιν του ΔΣ ή οιουδήποτε άλλου αρμοδίου) (σχετ.4), δια της οποίας αποδεικνύεται ότι δήλωσα ΚΑΙ γραπτώς στο αντίδικο αυτό που ούτως ή άλλως είχα δηλώσει ΣΙΩΠΗΡΩΣ σε αυτό δια της παύσεως καταβολής των εισφορών-συνδρομών μου στο αντίδικο (23-09-2013), δηλαδή την βούλησή μου για οικειοθελή αποχώρηση από το αντίδικο. Επιπλέον δια της ανωτέρω τηλεομοιοτυπίας αιτήθηκα από το αντίδικο να μου επιστρέψει άμεσα το σύνολο του χρηματικού ποσού που του είχα καταβάλλει δια καταθέσεώς του στον τραπεζικό μου λογαριασμό στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ επιφυλάχθηκα παντός νομίμου δικαιώματός μου.

5. Την υπ’ αριθμ. Πρωτοκόλλου 203/13-02-2014 απάντηση του αντιδίκου (σχετ.5) στην ανωτέρω υπό 4 και από 29-01-2014 Δήλωση-Αίτηση Επιφύλαξη Παντός Νομίμου Δικαιώματός μου.

6. Την ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 548/2012 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2012/655) (σχετ..6), η οποία αδιαστίκτως κάνει δεκτό ότι εφαρμόζονται καθώς έχουν διατηρηθεί σε ισχύ τα άρθρα 21 του Ν. 281/14″περί σωματείων” και 33-39 του Β.Δ. της 15/20.5.20 “περί επαγγελματικών σωματείων”, τα οποία άρθρα ρυθμίζουν την ίδρυση αλληλοβοηθητικών ταμείων, τα οποία αποτελούν διακεκριμένο αυτοτελή κλάδο ή κεφάλαιο, χωρίς νομική προσωπικότητα, σε σχέση με τη βασική συνδικαλιστική οργάνωση, τα μέλη της οποίας είναι και μέλη του αλληλοβοηθητικού σωματείου, επιπλέον κάνει δεκτό ότι έχει επ` αυτών των αλληλοβοηθητικών ταμείων εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 87 εδ.α` του ΑΚ. , η οποία, συμπορευόμενη με την όμοια κατά βάση διάταξη του άρθρου 37 παρ. 1 του Β.Δ της 15/20.5-1920, ορίζει ότι τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από το σωματείο, και ότι η διάταξη αυτή είναι αναγκαστικού δικαίου και, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την προστασία της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας, οι όροι αποχωρήσεως των μελών του σωματείου, που καθορίζει το καταστατικό του (κατά το άρθρο 80 αριθμ. 2 Α.Κ.), δεν μπορούν να αποκλείουν ή να δυσχεραίνουν την αποχώρηση αυτή.

Πιο συγκεκριμένα διαλαμβάνει η ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 548/2012, μεταξύ άλλων, επί λέξει:
«………..Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, κατά δε το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α` του ν. 702/1977 στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται οι διοικητικές διαφορές ουσίας, που αναφύονται από την αναγνώριση, παραχώρηση ή απονομή δικαιώματος ή ευεργετήματος ή οποιασδήποτε άλλης παροχής ή από την ολική ή μερική άρνηση ικανοποιήσεως τέτοιου αιτήματος καθώς και οι αναφυόμενες από τη μεταβολή καταστάσεως που δημιουργήθηκε με διοικητική πράξη κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, καθόσον αφορά τις ασφαλιστικές σχέσεις γενικώς μεταξύ των φορέων και των ασφαλισμένων ή των εργοδοτών τους, ιδίως δε οι διαφορές περί υπαγωγής στην ασφάλιση και τη διάρκειά της, τις καταβλητέες από τους εργοδότες και τους ασφαλισμένους εισφορές και τις πάσης φύσεως παροχές από τον ασφαλιστικό φορέα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι διοικητική διαφορά ουσίας, από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, δημιουργείται όταν ο ένας από τους διαδίκους είναι ασφαλιστικός φορέας και η διαφορά αναφέρεται γενικώς στις ασφαλιστικές σχέσεις μεταξύ αυτού και του ασφαλισμένου (ΑΕΔ 5/2002, Ολ.ΑΠ 11/2001). Περαιτέρω, τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 21 του Ν. 281/14 “περί σωματείων” και 33-39 του Β.Δ. της 15/20.5.20 “περί επαγγελματικών σωματείων” αλληλοβοηθητικά ταμεία, αποτελούν διακεκριμένους αυτοτελείς κλάδους ή λογαριασμούς χωρίς νομική προσωπικότητα σε σχέση με τη βασική συνδικαλιστική οργάνωση, τα μέλη της οποίας είναι και μέλη του αλληλοβοηθητικού σωματείου.
Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 1264/1982 “για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος κ.λπ.”, σύμφωνα με την οποία, σκοπός της συνδικαλιστικής οργανώσεως είναι και η ικανοποίηση των ασφαλιστικών κοινωνικών συμφερόντων των μελών της και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να δημιουργούν ειδικά κεφάλαια για την εξυπηρέτηση ορισμένων εκτάκτων σκοπών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας των μελών τους, τα αλληλοβοηθητικά ταμεία αποτελούν ιδιωτικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς επικουρικής ασφαλίσεως, χωρίς νομική προσωπικότητα αλλά λειτουργούν και επροσωπούνται από τη βασική συνδικαλιστική οργάνωση του σωματείου και εφαρμόζονται ως προς αυτά οι διατάξεις των άρθρων 78 επ. ΑΚ, καθώς και οι καταστατικές τους διατάξεις (ΑΠ 1466/1999). Από τ` ανωτέρω παρέπεται ότι οι διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ του αλληλοβοηθητικού σωματείου και του μέλους του, αν και συνδέονται με ζήτημα κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της ιδιότητος του φορέα ασφάλισης ως σωματείου, που δεν ασκεί δημόσια εξουσία, δεν συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας, αφού τα μέρη δεν έχουν την ιδιότητα ασφαλιστικού φορέα δημόσιας ασφάλισης προς ασφαλισμένο του, αλλά αυτή συνίσταται σε διαφορά μεταξύ του σωματείου και του μέλους του……………..
……………. Επειδή, όπως προεκτέθηκε, με τα άρθρα 21 του Ν. 281/14″περί σωματείων” και 33-39 του Β.Δ. της 15/20.5.20 “περί επαγγελματικών σωματείων” ρυθμίζεται η ίδρυση αλληλοβοηθητικών ταμείων, τα οποία αποτελούν διακεκριμένο αυτοτελή κλάδο ή κεφάλαιο, χωρίς νομική προσωπικότητα, σε σχέση με τη βασική συνδικαλιστική οργάνωση, τα μέλη της οποίας είναι και μέλη του αλληλοβοηθητικού σωματείου. Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ., σύμφωνα με το άρθρο 12 β` Εισ.Ν. Α.Κ., καταργήθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, επανήλθαν όμως σε ισχύ με τις διατάξεις του Ν.Δ. 42/74 “περί αποκαταστάσεως των συνδικαλιστικών ελευθεριών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, ίσχυσαν υπό το καθεστώς του Ν. 330/76 “περί επαγγελματικών σωματείων κ.λπ.”, κατά το άρθρο 2 αυτού, και ισχύουν ήδη υπό το καθεστώς του Ν. 1264/82 “για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος κ.λπ.”. Ετσι, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 4 του τελευταίου αυτού νόμου (ν.1264/82), κατά την οποία σκοπός της συνδικαλιστικής οργανώσεως είναι και η ικανοποίηση των ασφαλιστικών κοινωνικών συμφερόντων των μελών της και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να δημιουργούν ειδικά κεφάλαια για την εξυπηρέτηση ορισμένων εκτάκτων σκοπών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας των μελών τους, τα αλληλοβοηθητικά ταμεία αποτελούν ιδιωτικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς επικουρικής ασφαλίσεως, χωρίς να ασκούν εξουσία, και λειτουργούν ως σωματεία.
Επομένως έχει επ` αυτών εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 87 εδ.α` του ΑΚ. , η οποία, συμπορευόμενη με την όμοια κατά βάση διάταξη του άρθρου 37 παρ. 1 του Β.Δ της 15/20.5-1920, (που ορίζει ότι “μέλος επαγγελματικού σωματείου, διατηρούντος Ταμείον Αλληλοβοηθητικόν αποχωρούν, έχει ακέραια τα δικαιώματα επί του Ταμείου, εφόσον έχει εισφέρει εις αυτό και συμμορφώνεται προς τας διατάξεις του Καταστατικούαυτού, το οποίον καθορίζει τα της τοιαύτης περιπτώσεως”), ορίζει ότι τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από το σωματείο. Η διάταξη αυτή είναι αναγκαστικού δικαίου και, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την προστασία της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας, οι όροι αποχωρήσεως των μελών του σωματείου, που καθορίζει το καταστατικό του (κατά το άρθρο 80 αριθμ. 2 Α.Κ.), δεν μπορούν να αποκλείουν ή να δυσχεραίνουν την αποχώρηση αυτή…………….».

7. Την ΑΠ 1466/1999 (ΔΕΝ/2000 (440), ΕΔΚΑ/2000 (32), ΕΕΡΓΔ/2000 (1100),ΕΕΝ/2001 (267)) (σχετ.7), η οποία ΟΜΟΙΩΣ με την ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 548/2012, διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, επί λέξει:
«………………Επειδή με τα άρθρα 21 του Ν. 281/14 “περί σωματείων” και 33-39 του Β.Δ. της 15/20.5.20 “περί επαγγελματικών σωματείων” ρυθμίζεται η ίδρυση αλληλοβοηθητικών ταμείων, τα οποία αποτελούν διακεκριμένα αυτοτελή νομικά πρόσωπα σε σχέση με τη βασική συνδικαλιστική οργάνωση, τα μέλη της οποίας είναι και μέλη του αλληλοβοηθητικού σωματείου.
Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ., σύμφωνα με το άρθρο 12 β` Εισ.Ν. Α.Κ., καταργήθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, επανήλθαν όμως σε ισχύ με τις διατάξεις του Ν.Δ. 42/74 “περί αποκαταστάσεως των συνδικαλιστικών ελευθεριών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, ίσχυσαν υπό το καθεστώς του Ν. 330/76 “περί επαγγελματικών σωματείων κ.λπ.”, κατά το άρθρο 2 αυτού, και ισχύουν ήδη υπό το καθεστώς του Ν. 1264/82 “για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος κ.λπ.”. Ετσι, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 4 του τελευταίου αυτού Ν. 1264/82, κατά την οποία σκοπός της συνδικαλιστικής οργανώσεως είναι και η ικανοποίηση των ασφαλιστικών κοινωνικών συμφερόντων των μελών της και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να δημιουργούν ειδικά κεφάλαια για την εξυπηρέτηση ορισμένων εκτάκτων σκοπών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας των μελών τους, τα αλληλοβοηθητικά ταμεία αποτελούν ιδιωτικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς επικουρικής ασφαλίσεως, χωρίς να ασκούν εξουσία, και λειτουργούν ως σωματεία.
Επομένως έχει επ` αυτών εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 87 εδ. α` του ΑΚ., η οποία, συμπορευόμενη με την όμοια κατά βάση διάταξη του άρθρου 37 παρ. 1 του Β.Δ της 15/20.520, (που ορίζει ότι “μέλος επαγγελματικού σωματείου, διατηρούντος Ταμείον Αλληλοβοηθητικόν αποχωρούν, έχει ακέραια τα δικαιώματα επί του Ταμείου, εφόσον έχει εισφέρει εις αυτό και συμμορφώνεται προς τας διατάξεις του Καταστατικού αυτού, το οποίον καθορίζει τα της τοιαύτης περιπτώσεως”), ορίζει ότι τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από το σωματείο.
Η διάταξη αυτή είναι αναγκαστικού δικαίου και, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την προστασία της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας, οι όροι αποχωρήσεως των μελών του σωματείου, που καθορίζει το καταστατικό του (κατά το άρθρο 80 αριθμ. 2 Α.Κ.), δεν μπορούν να αποκλείουν ή να δυσχεραίνουν την αποχώρηση αυτή………………..»

8. Την 4482/1998 ΕΦ ΑΘ (Δ/ΝΗ/1998 (1381) και ΝΟΜΟΣ) (σχετ.8), η οποία ΟΜΟΙΩΣ με τις ανωτέρω ΑΡΕΟΠΑΓΗΤΙΚΕΣ διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, επί λέξει:
«………………..Τα αλληλοβοηθητικά σωματεία ή ταμεία αλληλοβοηθείας, αποτελούν συνδικαλιστική οργάνωση, κατά την έννοια του ν. 1264/1982. Για τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία του, εφαρμόζονται κατά βάση – οι διατάξεις των ΑΚ 78 επ., όπως αυτές συμπληρώνονται ή τροποποιούνται από τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, καθώς και οι διατάξεις του Καταστατικού του (Κρητικός Δίκαιο σωματείων και συνδικαλιστικών Οργανώσεων, τ. Α`, 1984, παρ 35 II, σελ. 54. Βλ. και ΑΠ 77/1989 ΕλλΔνη 31.783). Σημειώνεται στο σημείο τούτο, ότι το β.δ. της 15/20.5.1920 “Περί επαγγελματικών σωματείων”, που ρυθμίζει στο Κεφ. Ζ` – άρθρα 33 έως 39 – τα αλληλοβοηθητικά ταμεία, διατηρήθηκε σε ισχύ, μετά τη θέσπιση του ν. 330/1976, κατά το άρθρο 41α αυτού και ισχύει ήδη και υπό το καθεστώς του ν. 1264/82, κατά το άρθρο 4 του οποίου, σκοπός της συνδικαλιστικής οργάνωσης είναι και η ικανοποίηση των ασφαλιστικών κοινωνικών συμφερόντων των μελών της και οι οργανώσεις αυτές δικαιούνται να δημιουργούν ειδικά Κεφάλαια για την εξυπηρέτηση ορισμένων εκτάκτων σκοπών αλληλεγγύης καπ αλληλοβοηθείας των μελών τους (ΑΠ 77/1989 ό.π.).
Περαιτέρω, επί των εν λόγω σωματείων, είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 87 εδ. α` ΑΚ δια της οποίος ορίζεται ότι τα μέλη έχουν δικαίωμα ν` αποχωρήσουν από το σωματείο. Η διάταξη αυτή, κατ` αντιστοιχία προς την ελευθερία εισόδου σε σωματείο (βλ. την ΑΚ 86), καθιερώνει την ελευθερία εξόδου από αυτό. Συνεπώς, ουδείς μπορεί να υποχρεωθεί να παραμείνει μέλος σωματείου, χωρίς τη θέλησή του. Η ΑΚ 87 εδ. α` είναι διάταξη ius cogens υπό την έννοια ότι το καταστατικό δεν μπορεί ν` αποκλείσει ή να δυσχεράνει την αποχώρηση του μέλους (Γιαννόπουλος Γεν.Α., άρθρο 87 αριθ. 1. Καρακατσάνης ΕρμΑΚ, άρθρο 87 περιθ. αριθ, 1. Σημαντήρας Γεν.Α., 1980, περιθ. αριθ. 499. Σπυριδάκης Γεν.Α., 1985, παρ 102 εβ`, σελ. 289/90. Απ. Γεωργιάδης Γεν.Α., 1996, περιθ. αριθ. 234). Η αποχώρηση συντελείται με μονομερή (σιωπηρή ή ρητή, τυπική ή άτυπη, ανάλογα με τις τυχόν σχετικές ρυθμίσεις του καταστατικού) δήλωση βουλήσεως, απευθυντέα προς το σωματείο, χωρίς ν` απαιτείται, για την απορροή των εννόμων συνεπειών της και αποδοχή της από το τελευταίο (Γιαννόπουλος ό.π., άρθρο 87 αριθ. 1. Τούσης Γεν.Α., σελ. 102. Καρακατσάνης ό.π., άρθρο 87, περιθ. αριθ. 2. Α. Γεωργιάδης ό.π., περιθ. αριθ. 234. Σπυριδάκης ό.π., παρ 102 εδ. β`, σελ. 290. Παπαντωνίου, Γεν.Α., 1983, παρ 35 ΙΙ σελ. 169. Σημαντήρας, ό.π., περιθ. αριθ. 499), ρήτρα δε στο καταστατικό, δια της οποίας τίθεται η αποχώρηση του μέλους υπό την έγκριση της Γενικής Συνελεύσεως ή του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου, είναι, κατά την ΑΚ 174, αυτοδικαίως άκυρη, ως αντιτιθέμενη στην – δημόσιας τάξης – διάταξη της ΑΚ 87 εδ. α` (Σπυριδάκης ό.π., σελ. 289. Βλ. επί ακυρότητας δικαιοπραξίας, λόγω παραβιάσεως κανόνα δικαίου Δημόσιας τάξης. Σημαντήρα, ό.π., περπθ. αριθ. 786. Σπυριδάκη, ό.π., παρ 221, σελ. 636/7. Παπαντωνίου, ό.π., παρ 73 ΙΙΙ α`, σελ, 425/6. Απ. Γεωργιάδη , ό.π., περιθ. αριθ. 499).
Κατά ταύτα, η προσχώρηση μέλους σε σωματείο, δεν δύναται ex lege να είναι ισόβια και επομένως είναι επιτρέπτή η αποχώρησή του από το σωματείο, παρά τις, ενδεχομένως, αντίθετες ρυθμίσεις στο Καταστστικό του, (αφού αυτές θα είναι – κατά τα προεκτεθέντα – άκυρες και, συνεπώς μη παράγουσες τα ηθελημένα έννομα αποτελέσμστα – ΑΚ 180). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος σωματείου, ότι απώλεια της ιδιότητας του μέλους του αποκλείεται, ενόσω τούτο εξακολουθεί να είναι υπάλληλος της Τράπεζας, πέραν του ότι είναι νόμω αβάσιμος, κατά τα προεκτεθέντα, είναι και ουσιαστικώς βάσιμος: Το άρθρο 2 παρ 3 και 4 του Καταστατικού του, ορίζει ότι: παρ 3. Απώλεια της ιδιότητας του εμμίσθου υπαλλήλου της Τράπεζας, συνεπάγεται την αυτοδίκαιη απώλεια και της ιδιότητας του μέλους του Ταμείου. παρ 4. Αν η απώλεια της ιδιότητας του εμμίσθου υπαλλήλου (της Τράπεζας) επήλθε συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεως, το εξερχόμενο μελος δικαιούται στην απόληψη από το Ταμείο των εισφορών που κατέβαλε, ατόκως, εφ` όσον δεν έχει αποκτηθεί δικαίωμα συντάξεως. Από τις διατάξεις αυτές, δεν προκύπτει μη δυνατότητα αποχώρησης του υπαλλήλου της Τράπεζας και μέλους του Σωματείου από το τελευταίο (όπως το εκκαλούν, λανθασμένα υποστηρίζει), παρά μόναν αυτοδίκαιη απώλεια της ιδιότητάς του ως μέλους του Σωματείου, ευθύς μόλις αυτός παύσει να είναι υπάλληλος της Τράπεζας. Εξάλλου, ούτε κι από το (επικαλούμενο) άρθρο 3 παρ 3 (γ) του Καταστατικού του, προκύπτει το βάσιμο του υπό κρίση εσχυρισμού του εκκαλούντος, διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στην οριστική αποβολή του μέλους του σωματείου, ως πειθαρχική ποινή. Περαιτέρω, το ένδικο δικαίωμα των εφεσιβλήτων στηρίζεται στο άρθρο 13 Κεφ. Δ` του Καταστατικού του Σωματείου, κατά το οποίο: Εάν ο/η ασφαλισμένος/η αποχωρήσει από το Ταμείο, μετά διετή τουλάχιστον συμμετοχή και δεν θεμελιούται γι` αυτόν δικαίωμα συντάξεως, τότε επιστρέφονται στον ασφαλισμένο, ατόκως, οι καταβληθείσες εισφορές στο Ταμείο. Σημειώνεται εδώ, ότι, ανεξαρτήτως της οικείας ρυθμίσεως στο Καταστατικό (το οποίο συνιστά σύμβαση – ΑΠ 1638/91 ΕλλΔνη 34,334. ΑΠ 77/1989, ό.π.), δικαίωμα επιστροφής των εισφορών στο αποχωρούν μέλος του αλληλοβοηθητικού σωματείου, προβλέπει και η (ισχύουσα) διάταξη του άρθρου 37 παρ 1 β.δ. 15/20.5.1920 (βλ. Κρητικό, Δίκαιο σωματείων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, τ, Α` παρ 35 ΙΙ, σελ. 549. Καρακατσάνη, ό.π., άρθρο 87, περιθ. αριθ. 14). Κατόπιν τούτων, παρέπεται αναγκαίως και ότι το δικαίωμα αυτό των εφεσιβλήτων δεν εξαρτάται, ούτε 1) από το ότι το αποχωρούν μέλος εξακολουθεί να είναι υπάλληλος της Τράπεξας, ούτε 2) από προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το τελευταίο. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος της έφεσης, υπό στοιχείο (Α), είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος…………………….»

9. Την 1572/1990 ΕΦ ΑΘ (Δ/ΝΗ/1991 (583), Δ/ΝΗ/1993 (82) και ΝΟΜΟΣ) (σχετ.9), η οποία ΟΜΟΙΩΣ με τις ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, επι λέξει:
«…..Αλλωστε ρυθμίσεις των καταστατικών των σωματείων ή των ενώσεων προσώπων που παρεμποδίζουν σημαντικά το δικαίωμα αποχώρησης εκείνων που απέκτησαν την ιδιότητα του μέλους τους σε οποιοδήποτε από τις προεκτεθείσες περιπτώσεις, είτε με την επιβολή επαχθών όρων για την τυχόν επανεγγραφή τους στο μέλλον είτε με την επιβολή στα μέλη δυσμενών μέτρων σε περίπτωση αποχώρησής τους, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, θεωρούνται ανεπίτρεπτες γιατί αντιφάσκουν στην αρνητική εκφανση της ελευθερίας για σωματειακή οργάνωση και συνεπώς είναι άκυρες (βλ. Κρητικό όπ. παρπ. σελ. 184-185, πρβλ. ΕΑ 1057/81 όπ. παραπ.)…………………….»

10. Τη Μελέτη της κας Όλγας Αγγελοπούλου Δ.Ν. Δικηγόρου με Τίτλο ΙΔΡΥΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΑΠΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ – ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑΜΕΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ, δημοσιευμένη στην Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, Τόμος 65, Έτος 2006, σελ.577-590, η οποία επιβεβαιώνει τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω αναφερόμενη παγία και αδιάστικτη νομολογία,(σχετ.10), η οποία διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, επί λέξει στις σελίδες 578 έως και 580:
«Οι πρώτες ειδικές διατάξεις για τη λειτουργία αλληλοβοηθητικών ταμείων στην Ελλάδα περιελήφθησαν στην παλαιότερη σωματειακή νομοθεσία και, συγκεκριμένα στα άρθρα 12-18 και 21 του ν.281/1914 και στα άρθρα 33-39 του β.δ/τος της 15/20.5.1920 «περί επαγγελματικών σωματείων». Αυτές οι διατάξεις για τα αλληλοβοηθητικά σωματεία διατηρήθηκαν ρητώς σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 12 εδ. β΄ ΕισΝ.Α.Κ.
Με τον ν.330/1976 «περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας» καταργήθηκε η προηγούμενη σωματειακή νομοθεσία, καθώς και το β.δ. της 15/20.5.1920, πλην όμως με το άρθρο 41 παρ.1 περ. β’ του νόμου αυτού διατηρήθηκαν ρητώς σε ισχύ οι διατάξεις του ως άνω β.δ/τος που αναφέρονται στα αλληλοβοηθητικά σωματεία (άρθρα 33-39).
Ακολούθησε ο ν. 1264/1982 «για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» ο οποίος κατήργησε τον ν.330/1976. Το άρθρο 32 παρ.4 του ν.1264/1982 διευκρίνισε, ότι οι διατάξεις νόμων, βασιλικών διαταγμάτων, αναγκαστικών νόμων και νομοθετικών διαταγμάτων που είχαν καταργηθεί με το άρθρο 41 παρ.1 ν.330/1976 θεωρούνται επίσης καταργημένες. Όπως ορθά υποστηρίχτηκε από μία μερίδα της θεωρίας, από την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία της διάταξης αυτής συνάγεται, ότι οι διατάξεις που δεν καταργήθηκαν, αλλά διατηρήθηκαν ρητώς σε ισχύ με το άρθρο 41 παρ.1 περ. β’ του ν.330/1976 –μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 33-39 του β.δ/τος της 15/20.5.1920 – διατηρούνται σε ισχύ και μετά τον ν. 1264/1982.
Κατά άλλη ωστόσο άποψη, μετά την κατάργηση του ν.330/1976 από τον ν.1264/1982 καταργήθηκαν σιωπηρώς και οι διατάξεις του β.δ/τος της 15/20.5.1920 για τα αλληλοβοηθητικά ταμεία, συνεπεία δε τούτου ο ν.1264/1982 εφαρμόζεται και επί των αλληλοβοηθητικών ταμείων, καθώς οι σκοποί τους καλύπτονται πλήρως από εκείνους των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Με βάση την παραδοχή αυτή η ίδια άποψη καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι τα αλληλοβοηθητικά ταμεία αποτελούν συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά την έννοια του ν.1264/1982.
Η ταύτιση ωστόσο των αλληλοβοηθητικών ταμείων με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 1264/1982, το οποίο απαγορεύει στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να δέχονται εισφορές ή ενισχύσεις από εργοδότες ή οργανώσεις εργοδοτών, ακόμα και όταν αυτές προορίζονται να χρηματοδοτήσουν παροχές αλληλοβοήθειας προς τα μέλη τους, δηλαδή συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κλπ. Εάν συνεπώς, γινόταν δεκτή η άποψη, ότι τα ταμεία αλληλοβοήθειας συνιστούν συνδικαλιστικές οργανώσεις, αυτά θα έχαναν τη δυνατότητα, που πράγματι προβλέπεται στα καταστατικά πολλών τέτοιων ταμείων, να εισπράττουν εισφορές από τους εργοδότες των μελών τους, τις οποίες νομίμως εισπράττουν ως αλληλοβοηθητικά σωματεία, στο βαθμό που η υποχρέωση εισφοράς έχει αναληφθεί ελεύθερα από τους εκάστοτε εργοδότες.
Η αποδοχή της μίας ή της άλλης άποψης έχει προφανώς ιδιαίτερη σημασία και για το ζήτημα, κατά πόσον επιτρέπεται από το νόμο και είναι συνεπώς δυνατή σήμερα η ίδρυση αλληλοβοηθητικών σωματείων. Εάν η μη ρύθμιση των αλληλοβοηθητικών σωματείων από το νόμο εξομοιωνόταν με την απαγόρευση της σύστασής τους, αυτή θα ερχόταν σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Η σημασία του ζητήματος αυτού για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι σαφής: σύμφωνα με το άρθρο 33 του β.δ/τος της 15/20.5.1920 αλληλοβοηθητικά σωματεία μπορούν να ιδρύονται από τα επαγγελματικά σωματεία των εργαζομένων ή τις ενώσεις τους, τα ιδρυόμενα δε από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις αλληλοβοηθητικά ταμεία έχουν χωριστή νομική προσωπικότητα και διαχείριση.
Τη δυνατότητα ίδρυσης αλληλοβοηθητικών σωματείων αναγνωρίζει πάντως και η νομολογία. Η πλειοψηφία των δικαστικών αποφάσεων δέχεται ότι τα αλληλοβοηθητικά ταμεία δεν συνιστούν συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά διακεκριμένα νομικά πρόσωπα σε σχέση με τη βασική συνδικαλιστική οργάνωση, και συγκεκριμένα ιδιωτικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς που δεν ασκούν δημόσια εξουσία και λειτουργούν ως σωματεία, διεπόμενα από τα άρθρα 21 ν.281/1914 και 33-39 του β.δ/τος 15/20.5.1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Α.Κ. περί σωματείων (ΑΠ 1590/1999 ΝοΒ2000, 1273, ΑΠ 1466/1999 Ε.Δ.Κ.Α. 2000,32επ., ΑΠ 900/1998 ΕΕργΔ 1999, 89, ΑΠ 1638/1991 Ε.Δ.Κ.Α. 1993, 475, ΑΠ 77/1989 ΕλλΔνη 1990, 783, Εφ.Αθην. 10449/1996 ΕλλΔνη 1998, 168, Εφ.Αθην 8963/1988 ΔΕΝ 1989, 188, ΕφΑθην. 6407/1987 ΔΕΝ 1989, 187)
Ρητώς δε αναγνωρίζει η νομολογία, ότι η σύσταση αλληλοβοηθητικών σωματείων παραμένει ελεύθερη με βάση τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣΤΕ 5024/1987 Ε.Δ.Κ.Α. 1998, 235, ΕφΑθην. 12489/1989 ΔΕΝ 1990,1083)
Την παραμονή σε ισχύ των ως άνω ειδικών διατάξεων για τα αλληλοβοηθητικά σωματεία επιβεβαίωσε εξάλλου πρόσφατα και το άρθρο 11 του ν.3029/2002, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα συνένωσης των ασφαλιστικών φορέων που λειτουργούν στο χώρο των τραπεζών, είτε αυτά έχουν τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ. -όπως τα αλληλοβοηθητικά σωματεία- είτε στερούνται νομικής προσωπικότητας, σε ενιαίο ταμείο ασφαλίσεως με απόφαση των αρμοδίων οργάνων τους, του οποίου η λειτουργία θα διέπεται από τις διατάξεις περί των ταμείων αλληλοβοηθείας…………………….
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διατηρούν σήμερα τη δυνατότητα ίδρυσης αλληλοβοηθητικού σωματείου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 33-39 του β.δ/τος 15/20.5.1920 και συμπληρωματικά των διατάξεων του ΑΚ. Η επέκταση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης τόσο από πλευράς προσώπων όσο και από πλευράς παροχών αναμφισβήτητα δεν καταλείπει σημαντικά περιθώρια δράσης για τη δημιουργία παρόμοιων ιδιωτικών ασφαλιστικών οργανισμών. Η διαπίστωση ωστόσο, ότα τα αλληλοβοηθητικά σωματεία που ιδρύθηκαν δυνάμει των διατάξεων αυτών εξακολουθούν να υφίστανται και να λειτουργούν ως τέτοια, διατηρεί τη σημασία της, καθώς αποσαφηνίζει το καθεστώς λειτουργίας τους, από το οποίο σε τελική ανάλυση εξαρτάται και η δυνατότητα του νομοθέτη να επεμβαίνει σε αυτήν.»

11. Τη Μελέτη του κ. Ξενοφώντα Ι. Κοντιάδη Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στο Παν/μιο Πελοποννήσου, και Επιστ. Διευθ/ντή του Κέντρου Ευρωπαικού Συνταγματικού Δικαίου, και του κ. Γεωργίου Ι. Μπαμπέτα Δ.Ν. Δικηγόρου, με Τίτλο «ΑΣΚΗΣΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ», δημοσιευμένη στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 50 (2009), σελ.41-62, η οποία ΟΜΟΙΩΣ επιβεβαιώνει τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω αναφερόμενη παγία και αδιάστικτη νομολογία,(σχετ.11), η οποία Μελέτη διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, επί λέξει στις σελίδες 43 και 48:
«……………Νομοθετικώς οι πρώτες διατάξεις που αφιερώνονται στα αλληλοβοηθητικά σωματεία απαντώνται στα άρθρα 12-18 ν. 281/1914 και 33-39 β.δ. 15/20.5.1920. Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν σε ισχύ και αφού τέθηκε σε ισχύ ο ΑΚ, όπως ρητά προβλέπει η 12 εδ.β’ ΕισΝΑΚ. Ακολούθως, καταργήθηκαν σιωπηρά από το καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 και επανίσχυσαν με το άρθρο 1 ν.δ. 42/1974 «περί αποκαταστάσεως των συνδικαλιστικών ελευθεριών και ρυθμίσεως συναφών ζητημάτων». Εν συνεχεία, με το άρθρο 2 ν.330/1976 «περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας» καταργήθηκε η προγενέστερη σωματειακή νομοθεσία. Εν τούτοις με το άρθρο 41 παρ. 1β αυτού, διατηρήθηκαν σε ισχύ τα άρθρα 33-39 β.δ. 15/20.05.1920, τα οποία αφορούν ακριβώς τα αλληλοβοηθητικά ταμεία. (Βλ. Ταμπάκη ΕΔΚΑ 2001, 802, Αγγελοπούλου ΕΕργΔ 2006, 578 ).
Κατόπιν αυτών, ισχύουν τα εξής: Τα αλληλοβοηθητικά ταμεία αποτελούν αυτοτελή ν.π.ι.δ., έχουν επομένως ιδία νομική προσωπικότητα, λειτουργούν υπό τη μορφή σωματείου και διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 21 ν.281/1914 και 33-39 β.δ. 15/20.05.1920 και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του ΑΚ περί σωματείων. (Βλ. ΑΠ 1590/1999 ΝοΒ2000, 1273, ΑΠ 1466/1999 Ε.Δ.Κ.Α. 2000,32επ., ΑΠ 900/1998 ΕΕργΔ 1999, 89, ΑΠ 1638/1991 Ε.Δ.Κ.Α. 1993, 475, ΑΠ 77/1989 ΕλλΔνη 1990, 783, Αγγελοπούλου ΕΕργΔ 2006, 578.)…………… ….
……………………………………………..Τα αλληλοβοηθητικά σωματεία δεν συνιστούν συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά ιδιωτικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς (Βλ. ΑΠ 1590/1999 ΝοΒ2000, 1273, ΑΠ 1466/1999 Ε.Δ.Κ.Α. 2000,32επ., ΑΠ 900/1998 ΕΕργΔ 1999, 89, ΑΠ 1638/1991 Ε.Δ.Κ.Α. 1993, 475, ΑΠ 77/1989 ΕλλΔνη 1990, 783, Αγγελοπούλου ΕΕργΔ 2006, 578). Δεν εφαρμόζεται επ’ αυτών η ΔΣ 87.»

12. Τις σελίδες 439 έως και 442 από την Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία Αστικού Κώδικος (σχετ.12), οι οποίες διαλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
Η υπόψη διάταξη του άρθρου 87 ΑΚ, με την οποία παρέχεται στα μέλη του σωματείου το δικαίωμα αποχώρησης, αποτελεί μέσο άμυνας αναγκαστικού δικαίου, υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατός με διάταξη του καταστατικού αποκλεισμός ή περιορισμός ή η δυσχέρανση της εξόδου (π.χ. με την καταβολή οφειλομένων εισφορών) (Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία Αστικού Κώδικος, σελ. 440, υπό 2)
Για τους όρους της αποχώρησης το καταστατικό πρέπει να περιέχει διατάξεις, οι οποίες όμως δεν μπορούν να αποκλείουν το δικαίωμα αυτό, και αν με την αποχώρηση του μέλους τα μέλη μειώνονται κάτω των δέκα, με συνέπεια τη διάλυση του σωματείου (104 παρ.2 ΑΚ), ούτε να οριοθετούν αυτό χρονικώς, ούτε να εξαρτούν την άσκησή του από τη συνδρομή ορισμένων λόγων, ούτε να περιορίζουν ή να δυσχεραίνουν την άσκησή του, ούτε να συνδέουν με την άσκησή του συνέπειες επιβαρυντικές για το μέλος που αποχωρεί (Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία Αστικού Κώδικος, σελ. 441, υπό 5)
Εξαιρετικώς στα αλληλοβοηθητικά σωματεία, σύμφωνα με το άρθρο 37 αρ.1 βδ 15/20 Μαΐου 1920 (βλ. ΑΠ 58/63 ΕΕΔ 22/1257), το μέλος που αποχωρεί έχει τα δικαιώματά του στο ταμείο, εφόσον εισφέρει σε αυτό και τηρεί τις διατάξεις του καταστατικού. (Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία Αστικού Κώδικος, σελ. 441, υπό 7)
Η διάταξη είναι δημοσίας τάξης και δεν μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί από το καταστατικό ΕΘ 409/82 Αρμ 37/301, ΕΑ 3531/77 ΝοΒ 26/69, ΕΑ 1145/70 Αρμ 24/922, ΕΑ 1139/69 ΕΕΔ 29/302, ΕΠ 40/62 ΝοΒ 11/1181, ΕΑ 3384/58 ΝοΒ 7/585, ΕΑ 1091/59 ΕΕΔ 18/961. ……έξοδος άνευ περιορισμού ΕΑ 3384/58 ΝοΒ 7/585. (Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία Αστικού Κώδικος, σελ. 442, υπό 13)

13. Τις σελιδες 184-185 ΑΘΑΝ. Γ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ΔΙΚΑΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ,1984 (σχετ.13), στις οποίες διαλαμβάνεται ότι:
Θεωρούνται ανεπίτρεπτες και συνεπώς άκυρες ρυθμίσεις του καταστατικού που παρεμποδίζουν σημαντικά την αποχώρηση (βλ. ΕΦ.ΑΘΗΝΩΝ 1134/1969 ΕεργΔ 29, 302 κατά την οποία με το καταστατικό δεν μπορούν να τεθούν όροι που περιορίζουν «επί τω χείρω» το προς αποχώρηση δικαίωμα, ενώ επιτρέπονται οι όροι που ευνοούν τη θέση των αποχωρούντων). (ΑΘΑΝ. Γ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ΔΙΚΑΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ,1984, ΣΕΛ. 184-185.) Αυτό μπορεί να συμβεί στις ενδεικτικά και μόνο αναφερόμενες παρακάτω περιπτώσεις:
Όταν επιβάλλεται η δικαιολόγηση της αποχωρήσεως, η εξάρτηση του κύρους της δηλώσεως αποχωρήσεως από προηγούμενη καταβολή στο σωματείο των καθυστερούμενων συνδρομών ή άλλων οφειλών στο σωματείο, η εξάρτηση της αποχωρήσεως από προηγούμενη καταβολή στο σωματείο χρηματικού ποσού, η εξάρτηση της αποχωρήσεως από την έγκριση οργάνου του σωματείου, η απαγόρευση της αποχωρήσεως για ορισμένο διάστημα μετά τη απόκτηση της ιδιότητας του μέλους, η ρύθμιση του καταστατικού ότι το μέλος που αποχωρεί αναγράφεται σε «ειδικό κατάλογο» και για τυχόν επανεγγραφή του στο μέλλον επιβάλλονται επαχθείς όροι, ο αποκλεισμός του δικαιώματος αποχωρήσεως στην περίπτωση που εναντίον του μέλους κινήθηκε η διαδικασία της αποβολής, η απώλεια πλεονεκτημάτων που έχει το μέλος απέναντι στο σωματείο π.χ. η υποχρέωση για άμεση εξόφληση δανείου που τυχόν έλαβε το μέλος από αυτό σε περίπτωση αποχωρήσεως, η επιβολή στο μέλος που αποχωρεί δυσμενών μέτρων από το σωματείο σε περίπτωση αποχωρήσεως, η αποστέρηση δικαιωμάτων….. (ΑΘΑΝ. Γ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ΔΙΚΑΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ,1984, ΣΕΛ. 184-185.)

14. Τις σελίδες 548-549 ΑΘΑΝ. Γ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ΔΙΚΑΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ,1984, παρ. 35, Αλληλοβοηθητικά σωματεία ή ταμεία (σχετ.14), στις οποίες διαλαμβάνεται ότι:
Ειδικά όσο αφορά τα αλληλοβοηθητικά ταμεία οι παραπάνω διατάξεις (90 ΑΚ και 106 ΑΚ) έχουν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής. Ειδικά ως προς το θέμα της επιστροφής στο μέλος που αποχωρεί από το ταμείο των εισφορών που μέχρι την αποχώρησή του κατέβαλε πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτές καταβάλλονται από το μέλος για ορισμένο σκοπό. Ο σκοπός αυτός συνίσταται στη ασφαλιστική κάλυψη του μέλους (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χορήγηση ειδικών βοηθημάτων, χορήγηση ορισμένου ποσού εφάπαξ κλπ). Σε πολλές περιπτώσεις ενδεχομένως να παρασχέθηκαν στο μέλος τέτοιες παροχές μέχρις ορισμένου βαθμού. Με τον τρόπο αυτό οι εισφορές του μέλους βρήκαν κάποια ανταπόκριση. Εκείνο όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για το μέλος είναι η απόληψη ορισμένης συντάξεως και «εφάπαξ» παροχής όταν πληρωθούν οι προυποθέσεις του κανονισμού. Δεν θα ήταν σωστό με την αποχώρηση του μέλους να χάνονται οι εισφορές του. Με διάταξη του κανονισμού επιτρέπεται και συνηθίζεται στην πράξη η άτοκη απόδοση των εισφορών στο μέλος που αποχωρεί. Μια τέτοια ρύθμιση του καταστατικού ή κανονισμού του ταμείου δεν θεωρείται ότι αντίκειται στο αληθινό πνεύμα της διατάξεως του ΑΚ 90 και 106. Ο νομοθέτης στις διατάξεις αυτές έχει υπόψη τα συνηθισμένα σωματεία. Αλλά η φύση και ο σκοπός των αλληλοβοηθητικών ταμείων που αποτελούν ιδιωτικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς δεν αντίκειται σε μια τέτοια ρύθμιση του Κανονισμού ούτε μετατρέπουν το ταμείο σε κερδοσκοπικό σωματείο. Το μέλος που αποχωρεί ανακτά τις ίδιες του εισφορές που κατέβαλε. Δεν θα ήταν ορθό οι εισφορές αυτές να ωφελήσουν τελικά τα υπόλοιπα μέλη του σωματείου που εξακολουθούν να διατηρούν την ιδιότητά τους. (ΑΘΑΝ. Γ. ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ΔΙΚΑΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ,1984, παρ. 35, Αλληλοβοηθητικά σωματεία ή ταμεία, ΣΕΛ. 548-549.)

15. Τις σελίδες 84-85 ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Γ. ΒΛΑΣΤΟΣ, ΔΙΚΑΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ, ΣΥΝΔΙΚΑΛΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ 2007, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ Ή ΤΑΜΕΙΑ (σχετ.15), στις οποίες διαλαμβάνεται ότι:
Το καταστατικό του αλληλοβοηθητικού ταμείου επιτρέπεται να ορίζει ότι σε περίπτωση αποχωρήσεως μέλους του θα του αποδίδονται οι εισφορές του. Μια τέτοια ρύθμιση του καταστατικού των εν λόγω ταμείων είναι νόμιμη, παρά την, κατ’ αρχήν, αντίθετη πρόβλεψη των διατάξεων των άρθρων 90 και 106 ΑΚ. Και τούτο, διότι οι ρυθμίσεις των αμέσως ανωτέρω άρθρων έχουν υπόψη τους τα κοινά αστικά σωματεία και όχι τα ταμεία αλληλοβοηθείας, ο σκοπός των οποίων, όπως προεκτέθηκε, συνίσταται στην εκπλήρωση έργου ιδιωτικού οργανισμού προαιρετικής κοινωνικής ασφάλισης, η υλοποίηση του οποίου προυποθέτει χορήγηση παροχών στα μέλη τους, χωρίς τούτο να τα μετατρέπει (τα ως άνω ταμεία) σε κερδοσκοπικά σωματεία, πέραν της άδικης και άνισης μεταχείρισης την οποία θα υφίσταντο άλλως τα αποχωρούντα μέλη, προς ανεπίτρεπτο όφελος των παραμενόντων μελών, τα οποία θα εκαρπούντο τις εισφορές των πρώτων. Γι’ αυτό, η απόδοση των εισφορών στα αποχωρούντα μέλη προβλέπεται ρητώς και από τη διάταξη του άρθρου 37 του β.δ. της 15/20.5.1920. (ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Γ. ΒΛΑΣΤΟΣ, ΔΙΚΑΙΟ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ, ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ 2007, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ Ή ΤΑΜΕΙΑ ΣΕΛ.84.)

16. Την AD HOC ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ 620/2013, Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ (σχετ.16).

17.Την 477/2014 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ (σχετ.17), δια της οποίας τελεσιδίκησε η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ 620/2013.

18.Το άρθρο 31 του καταστατικού του ΤΑΔΙΘ (Ταμείο Αλληλοβοηθείας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης) (σχετ.18), το οποίο προέβλεπε την έντοκη επιστροφή των ετήσιων ασφαλιστικών εισφορών των καταβληθέντων κατά την διάρκεια της ασφάλισης στα μέλη που για οποιοδήποτε λόγο αποχωρούν από το Ταμείο. Σημειωτέον ότι το ΤΑΔΙΘ έχει ήδη ικανοποιήσει ΠΛΗΡΩΣ πολλά τέτοια αιτήματα πρώην μελών του.

19. Την AD HOC 1650/2016 ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (σχετ.19), η οποία δικαιώνει 05 συναδέλφους Θεσσαλονίκης σε αντίστοιχη αγωγή τους κατά του ΤΑΔΙΘ.

20. Την AD HOC 1651/2016 ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (σχετ.20), η οποία δικαιώνει 80 συναδέλφους Θεσσαλονίκης σε αντίστοιχη αγωγή τους κατά του ΤΑΔΙΘ.

21. Την ΑΕΔ 5/2007 (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΔΙΚΗ 2007/1050) (σχετ.21),

22. Την ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 803/2014 ΑΠ (Ε7 2014/1287, ΝΟΜΟΣ/πλήρες κείμενο) (σχετ.22)

23. Τα τρία τελευταία καταστατικά του ΛΕΔΕ (σχετ.23α, 23β, 23γ)

24. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΤΗΣ 27ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΣΕΛ 12 (ΣΧΕΤ.24α)
Την από 14-01-2017 Επιστολή του ΛΕΔΕ προς τα μέλη του (σχετ.24β)

25. Την από 02-01-2007 ΠΡΟΔΙΑΤΥΠΩΜΕΝΗ από το αντίδικο Αίτηση μου για εγγραφή μου σε αυτό (σχετ.25), στην οποία καμία αναφορά δεν κάνει το αντίδικο για την καταχρηστική δυνατότητα που του δίνει το καταστατικό να αυξομειώνει κατά το δοκούν τα ποσά του εφάπαξ βοηθήματος ακόμα δε και να τα ΚΑΤΑΡΓΕΙ, φροντίζει όμως να περιλάβει στην ΠΡΟΔΙΑΤΥΠΩΜΕΝΗ ΑΥΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΝ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΟΡΟ ΠΕΡΙ ΜΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΩΣ, σε μια σαφή προσπάθεια να «παγιδεύσει» τον όποιο αιτούντα, εν προκειμένω εμένα, ο οποίος μην λαμβάνοντας γνώση ολοκλήρου του καταστατικού του ΛΕΔΕ πριν την υποβολή της Αιτήσεως εγγραφής δεν είχα την αναγκαία, σαφή και ειδική ενημέρωση πριν να υπογράψω.
Πρέπει δε να τονιστεί ότι υπέγραψα την ανωτέρω προδιατυπωμένη αίτηση χωρίς κανένας να με ενημερώσει ότι δεν ήταν υποχρεωτική η εγγραφή μου στο ΛΕΔΕ, επιπλέον δε στηριζόμενος στις αναφορές των υπαλλήλων του ΔΣΑιγίου που μου χορήγησαν την προδιατυπωμένη Αίτηση ότι το ΛΕΔΕ δίνει σημαντικό εφάπαξ ποσό κατά τη συνταξιοδότησή μου, χωρίς την παραμικρή αναφορά ή ενημέρωση για οιαδήποτε άλλη παροχή του ΛΕΔΕ, και χωρίς ΠΟΤΕ να μου χορηγηθεί αντίγραφο του καταστατικού του ΛΕΔΕ είτε πριν είτε μετά την υπογραφή εκ μέρους μου της ανωτέρω προδιατυπωμένης αιτήσεως εγγραφής μου.

26. Την με αριθμό πρωτοκόλλου 2219/20-12-2013 Επιστολή του ΛΕΔΕ προς τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων που μετέχουν στον ΛΕΔΕ (σχετ. 26).

27. Τον από 17-10-2017 Πίνακα Εξόδων και Αμοιβών (σχετ.Α)

Η απόλυτη καταχρηστικότητα του άρθρου 13 του καταστατικού του εναγομένου ενδυναμώνεται-επιρρωνύεται και από τις προβλέψεις του άρθρου 21 του ισχύοντος κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής μου καταστατικού του εναγομένου αλλά και από τις προβλέψεις του άρθρου 20 του ισχύοντος σήμερα καταστατικού του εναγομένου, το οποίο άρθρο 20 περιλαμβάνει εντός του το λεκτικό του παλαιοτέρου άρθρου 21.
Το άρθρο 13 διαλαμβάνει ότι σε περίπτωση αποχώρησης μέλους δεν επιστρέφονται οι εισφορές ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και το άρθρο 20 διαλαμβάνει ότι με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ και ΑΥΞΟΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΥΤΟΥ, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του ΛΕΔΕ, ότι η Γενική Συνέλευση, με απόφασή της και μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΛΕΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΕΙ, ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ Ή ΝΑ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΙΣ ΕΝΙΣΧΎΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ή ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΝΕΕΣ ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΥΨΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥΣ.
Με απλά Ελληνικά η συνδυαστική γραμματική ερμηνεία των δύο ανωτέρω άρθρων του καταστατικού του εναγομένου καταλήγει στο εξής ΑΤΟΠΟ:
Πληρώνει το μέλος εισφορές-συνδρομές στο αντίδικο, τις εισφορές αυτές δεν μπορεί να τις αναζητήσει από το αντίδικο σε περίπτωση αποχώρησής του από το ΛΕΔΕ (ίδετε άρθρο 13), εάν αποφασίσει κάποιο μέλος να παραμείνει στο αντίδικο πρέπει να καταβάλλει στο αντίδικο ποσό κεφαλαίου μεγαλύτερο από αυτό που θα του χορηγηθεί ως εφάπαξ ποσό λόγω γήρατος από το ΛΕΔΕ (αυτά τα δεδομένα ίσχυαν για εμένα κατά το χρόνο αποχωρήσεώς μου από το αντίδικο (23-09-2013) αλλά και κατά το χρόνο καταθέσεως της ένδικης αγωγής (16-12-2015), επιπλέον δε ΔΙΑΤΡΕΧΕΙ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΝΑ ΜΗΝ ΛΑΒΕΙ ΚΑΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΟ ΛΟΓΩ ΓΗΡΑΤΟΣ ΚΛΠ ΓΙΑΤΙ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 20 ΤΟ ΛΕΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΕΙ, ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ Ή ΝΑ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΙΣ ΕΝΙΣΧΎΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ή ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΝΕΕΣ ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΥΨΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥΣ.

Πρέπει περαιτέρω να τονιστούν τα ακόλουθα τα οποία, επί λέξει, διαλαμβάνει η ΑΕΔ 5/2007 (ΣΧΕΤ.21)(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΔΙΚΗ 2007/1050), ενώ όμοιες είναι η ΑΕΔ 3/2007(ΕΔΚΑ 2007/350, Δ/ΝΗ 2008/91 και ΝΟΜΟΣ) ΚΑΙ ΑΕΔ 4/2007((ΕΔΚΑ 2007/359 και ΝΟΜΟΣ) καθώς επίσης η ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 803/2014 ΑΠ (Ε7 2014/1287, ΝΟΜΟΣ/πλήρες κείμενο) (ΣΧΕΤ.22):
«……..Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζουν, ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου» (4 παρ. 1) και: «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων όπως νόμος ορίζει» (22 παρ. 5), αντιστοίχως, συνάγεται δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων να χειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία με ίσους όρους. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο ανωτάτου ορίου στο παρεχόμενο από τον φορέα εφάπαξ βοήθημα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα.

Αμιγώς δε ανταποδοτικό χαρακτήρα έχει το εφ` άπαξ βοήθημα, το οποίο καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο, που σχηματίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από εισφορές, είτε μόνο των ασφαλισμένων, είτε και του εργοδότη που απασχολεί αυτούς, ανεξαρτήτως μάλιστα του ύψους των εισφορών του εργοδότη. Τούτο δε διότι και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή τη σχέση εργασίας, που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη αποτελούν τμήμα του μισθού και υπολογίζονται επί των αποδοχών των εργαζομένων, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν αυτοί. Στην περίπτωση δε αυτή η επιβολή νομοθετικά ανωτάτου ορίου στην παροχή εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την, κατ` άρθρον 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και, παρά ταύτα, θα λάβουν το ίδιο εφάπαξ βοήθημα με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις, παρά τον από την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος θεσπιζόμενο κανόνα ότι το μέγεθος του εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζομένου, είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν.
…………………………… Επειδή, από τις εκτεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις συνάγεται ότι το παρεχόμενο εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού το ασφαλιστικό Κεφάλαιο του Κλάδου Πρόνοιας του ανωτέρω Ταμείου σχηματιζόταν καθόλο το χρόνο ασφαλίσεως του καθ` ου μόνο από ασφαλιστικές εισφορές και όχι από άλλους πόρους και, ειδικότερα, σχηματιζόταν αρχικώς μεν από ισόποσες ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και της εργοδότριας Τράπεζας, οι οποίες υπολογίζονταν επί των αυτών αποδοχών των ασφαλισμένων, από δε 01.01.1993 και έως την έξοδο του καθ` ου από την ενεργό ασφάλιση και πάλι από εισφορές τόσο των ασφαλισμένων, όσο και της εργοδότριας Τράπεζας με τη διαφορά ότι οι εισφορές της εργοδότριας Τράπεζας έβαιναν συνεχώς μειούμενες.
Και ναι μεν στις περιπτώσεις γ` έως ε` της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Καταστατικού του ανωτέρω Ταμείου προβλέπονταν ως πόροι του Κλάδου Πρόνοιας και άλλα έσοδα (από τις ασφαλιστικές εργασίες της εργοδότριας Τράπεζας ή θυγατρικών της εταιριών, τόκοι και γενικά πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας του εν λόγω Ταμείου) πλην των ασφαλιστικών εισφορών, τα έσοδα όμως αυτά, εν πολλοίς αόριστα και υποθετικά, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για το χαρακτηρισμό του επιδίκου εφ` άπαξ βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη, διότι δεν προκύπτει ότι συνέβαλαν, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ανωτέρω Κλάδου Πρόνοιας.

Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του ανωτέρω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλομένης στον Κλάδο Πρόνοιας του Ταμείου εργοδοτικής εισφοράς, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η ως άνω διάκριση, εν όψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης στάθμισης, η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα, προέρχεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου έτσι, ώστε βασίμως να προσδοκάται από αυτόν και στο πλαίσιο της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, η αποχή από κάθε επέμβαση και η προστασία του εν λόγω δικαιώματός του.»

Εν προκειμένω οι πόροι του ΛΕΔΕ ΤΥΠΟΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ στο καταστατικό αναγράφεται ότι είναι η εφάπαξ συνδρομή εγγραφής κάθε μέλους, η μηνιαία τακτική συνδρομή κάθε μέλους, κάθε πρόσοδος της περιουσίας του ΛΕΔΕ, και κάθε άλλος πόρος που θεσπίζει η Γενική Συνέλευση του ΛΕΔΕ (Τακτικοί Πόροι), οι εκούσιες εισφορές των μελών ή τρίτων, ως επίσης και κάθε άλλη πρόσοδος, όπως δωρεές, κληρονομιές, κληροδοσίες, επιχορηγήσεις ή ενισχύσεις (Έκτακτοι Πόροι).

ΕΝ ΤΟΙΣ ΠΡΑΓΜΑΣΙ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ το ΛΕΔΕ έχει ως μοναδικό άλλως ως συντριπτικού ποσοστού πόρο τις εισφορές-συνδρομές των μελών του και κανένα άλλο πόρο.
Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα το συνομολόγησε η μάρτυρας του αντιδίκου κ. Γιογλή (Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων) στα δικαστήρια επί εκδικασθεισών αγωγών συναδέλφων τον Ιούνιο του 2017 στην Λάρισα καταθέτοντας ΕΠΙ ΛΕΞΕΙ (ΙΔΕΤΕ ΣΕΛ 12 ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΤΗΣ 27ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΣΧΕΤ. 24α):
«………..Σύμφωνα με το καταστατικό μας οι πόροι του ΛΕΔΕ είναι οι συνδρομές που πληρώνουμε, παλιότερα υπήρχε και ένας άλλος πόρος, που αφορούσε το 25% από ένα ένσημο του ΤΥΔΕ, πλέον από το 2015 έχουμε έναν άλλο πόρο που με πολύ αγώνα έχουμε ζητήσει και έχει θεσμοθετηθεί ένα 5% που είναι μέσα από τα παράβολα προκαταβολής εξόδων και δαπανών, που καταβάλλετε ανά υπόθεση. Και όλοι αυτοί οι πόροι αποτελούν τα έσοδα του ΛΕΔΕ. Από αυτά λοιπόν αποδίδονται όλες αυτές οι ενισχύσεις και αποζημιώσεις που σας είπα προηγούμενα.»

Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα το συνομολογεί και το ίδιο το αντίδικο ΛΕΔΕ στην από 14-01-2017 Επιστολή του προς τα μέλη του (σχετ. 24β), όπου διαλαμβάνει επί λέξει:
«…ο ΛΕΔΕ με μόνη τη βοήθεια των συναδέλφων που καταβάλλουν τις εισφορές τους……»

Συνακόλουθα το εφάπαξ βοήθημα που χορηγεί το ΛΕΔΕ καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο σχηματιζόμενο αποκλειστικά ή κατά συντριπτικό λόγο από εισφορές ΜΟΝΟ των ασφαλισμένων δικηγόρων, γιατί πέραν των εισφορών-συνδρομών που καταβάλλουν οι συνάδελφοι εξ’ ιδίων ή μέσω του διανεμητικού λογαριασμού παλαιότερα, ΚΑΙ το 5% υπέρ ΛΕΔΕ των γραμματίων προκαταβολής εισφορών είναι χρήματα που καταβάλλουν δικηγόροι με την έννοια ότι αφαιρούνται-παρακρατούνται στην πηγή από την αμοιβή που τους καταβάλλουν οι εντολείς τους ουσιαστικά «πετσοκόβοντας» το καθαρό ποσό που απομένει από το γραμμάτιο στο δικηγόρο, ΚΑΙ το (παλαιότερα υφιστάμενο) 25% από το ένσημο του ΤΥΔΕ είναι χρήματα που κατέβαλλαν οι δικηγόροι που αγόραζαν αυτά τα ένσημα.
Κατά λογική και νομική αναγκαιότητα λοιπόν το εφάπαξ βοήθημα που χορηγεί το ΛΕΔΕ καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο σχηματιζόμενο αποκλειστικά ή κατά συντριπτικό λόγο από εισφορές ΜΟΝΟ των ασφαλισμένων δικηγόρων εις τρόπον ώστε να έχει ή να πρέπει να έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα άλλως χαρακτήρα που σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξασφαλίζει τουλάχιστον κατ’ ελάχιστον (μαξιλαράκι ασφαλείας) τη μη ζημία των ασφαλισμένων σε αυτό δικηγόρων και τη μη άνιση μεταχείρισή τους.

Όμως κάτι τέτοιο εν προκειμένω δεν λαμβάνει χώρα όπως ενδελεχώς αναπτύσσω στην αγωγή μου και προ ολίγου στις παρούσες προτάσεις μου καθώς η συνδυαστική γραμματική ερμηνεία των δύο άρθρων (άρθρου 13 του καταστατικού του εναγομένου και άρθρο 21 του ισχύοντος κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής μου καταστατικού του εναγομένου και άρθρο 20 του ισχύοντος σήμερα καταστατικού του εναγομένου, το οποίο άρθρο 20 περιλαμβάνει εντός του το λεκτικό του παλαιοτέρου άρθρου 21) του καταστατικού του εναγομένου καταλήγει στο εξής ΑΤΟΠΟ:
Πληρώνει το μέλος εισφορές-συνδρομές στο αντίδικο, τις εισφορές αυτές δεν μπορεί να τις αναζητήσει από το αντίδικο σε περίπτωση αποχώρησής του από το ΛΕΔΕ (ίδετε άρθρο 13), εάν αποφασίσει κάποιο μέλος να παραμείνει στο αντίδικο πρέπει να καταβάλλει στο αντίδικο ποσό κεφαλαίου μεγαλύτερο από αυτό που θα του χορηγηθεί ως εφάπαξ ποσό λόγω γήρατος από το ΛΕΔΕ (αυτά τα δεδομένα ίσχυαν για εμένα κατά το χρόνο αποχωρήσεώς μου από το αντίδικο (23-09-2013) αλλά και κατά το χρόνο καταθέσεως της ένδικης αγωγής (16-12-2015), επιπλέον δε ΔΙΑΤΡΕΧΕΙ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΝΑ ΜΗΝ ΛΑΒΕΙ ΚΑΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΟ ΛΟΓΩ ΓΗΡΑΤΟΣ ΚΛΠ ΓΙΑΤΙ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 20 ΤΟ ΛΕΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΕΙ, ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ Ή ΝΑ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΙΣ ΕΝΙΣΧΎΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ή ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΝΕΕΣ ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΥΨΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥΣ.

Έτσι όμως η ΑΠΟΛΥΤΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑ της διατάξεως του άρθρου 13 του καταστατικού του ΛΕΔΕ επιρρωνυόμενη και από τις προβλέψεις του άρθρου 21 του ισχύοντος κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής μου καταστατικού του εναγομένου αλλά και από τις προβλέψεις του άρθρου 20 του ισχύοντος σήμερα καταστατικού του εναγομένου, το οποίο άρθρο 20 περιλαμβάνει εντός του το λεκτικό του παλαιοτέρου άρθρου 21, θίγει ΤΟΝ ΣΚΛΗΡΟ ΠΥΡΗΝΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ, όπως του άρθρου 4 παρ. 1 και άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, καθώς επίσης του άρθρου 17 του Συντάγματος και όχι μόνο.

Επιπλέον όταν δυνάμει της ΑΕΔ 5/2007 είναι αντισυνταγματική η διάταξη νόμου που εισάγει ανώτατο όριο στο παρεχόμενο από τον φορέα εφάπαξ βοήθημα όταν αυτό έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, ΠΟΛΛΩ ΔΕ ΜΑΛΛΟΝ βρίθουν αντισυνταγματικότητας οι διατάξεις του καταστατικού του ΛΕΔΕ (δηλαδή μιας σύμβασης) που όχι απλά δίνουν στη ΓΣ τη δυνατότητα να μειώνει συνεχώς (26.000,00, 20.000,00, 16.000,00 10.000,00 ΕΥΡΩ) και κατά το δοκούν το εφάπαξ αυτό βοήθημα, που όπως ανωτέρω αποδεικνύω έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αλλά να μην υπάρχει το παραμικρό μαξιλαράκι ασφαλείας για τους συναδέλφους έστω προς τα κάτω, δηλαδή ως βάση εξασφαλισμένου Χ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ποσού που υπό κάθε συνθήκη θα τους καταβληθεί ως εφάπαξ για να μην βγουν ζημιωμένοι, δεδομένης της δυνατότητας που παρέχει το καταστατικό του ΛΕΔΕ ακόμα και για ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ του εφάπαξ ποσού με απόφαση της ΓΣ.

Και όχι μόνο αυτό αλλά το μέλος που καταβάλλει εισφορές-συνδρομές στο αντίδικο, τις εισφορές αυτές δεν μπορεί να τις αναζητήσει από το αντίδικο σε περίπτωση αποχώρησής του από το ΛΕΔΕ (ίδετε άρθρο 13), και εάν αποφασίσει κάποιο μέλος να παραμείνει στο αντίδικο πρέπει να καταβάλλει στο αντίδικο ποσό κεφαλαίου μεγαλύτερο από αυτό που θα του χορηγηθεί ως εφάπαξ ποσό λόγω γήρατος από το ΛΕΔΕ (αυτά τα δεδομένα ίσχυαν για εμένα κατά το χρόνο αποχωρήσεώς μου από το αντίδικο (23-09-2013) αλλά και κατά το χρόνο καταθέσεως της ένδικης αγωγής (16-12-2015), επιπλέον δε ΔΙΑΤΡΕΧΕΙ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΝΑ ΜΗΝ ΛΑΒΕΙ ΚΑΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΟ ΛΟΓΩ ΓΗΡΑΤΟΣ ΚΛΠ ΓΙΑΤΙ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 20 ΤΟ ΛΕΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΕΙ, ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ Ή ΝΑ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΙΣ ΕΝΙΣΧΎΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ή ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΝΕΕΣ ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΥΨΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥΣ.

Επιπλέον των ανωτέρω πρέπει να τονιστούν ιδιαιτέρως τα ακόλουθα:
Στην με αριθμό πρωτοκόλλου 2219/20-12-2013 Επιστολή του ΛΕΔΕ προς τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων που μετέχουν στον ΛΕΔΕ (σχετ. 26) διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, επί λέξει:
«……Σκοπός του φορέα αρχικά ήταν η παροχή εφάπαξ χρηματικής ενίσχυσης, όταν τα εν ενεργεία μέλη του ΛΕΔΕ παραιτηθούν από την ενεργό υπηρεσία και συνταξιοδοτηθούν από τον κύριο φορέα ασφάλισής τους………………
Περαιτέρω η πάλαι ποτέ καλή περίοδος του επαγγέλματος και η θετική απόδοση των διανεμητικών λογαριασμών, οδήγησε σε αποφάσεις διεύρυνσης του αρχικού σκοπού, δηλαδή θέσπισης παροχών πέρα του «εφάπαξ» και στη συνέχεια το 2006, σε κλιμακούμενη αύξηση των ποσών των καταβαλλομένων παροχών-ενισχύσεων, οι οποίες αποδείχτηκαν ανορθολογικές σε συνδυασμό και με την επακολουθήσασα συγκυρία.
…………………………..Στα πλαίσια αυτά στο παρελθόν χορηγήθηκαν παροχές σε συνταξιοδοτηθέντα μέλη τα οποία δεν είχαν καταβάλλει για εισφορές ούτε το 1/10 των ποσών που εισέπραξαν, όπως έχουμε διευκρινήσει και τονίσει σε παλαιότερες Γ.Σ. των τελευταίων 2 ετών.
…………………………….το ΔΣ του ΛΕΔΕ έλαβε αποφάσεις εξορθολογισμού των παροχών, σε μια προσπάθεια μείωσης των ελλειμμάτων τα οποία ως συνέπεια των προαναφερόμενων αιτίων είχαν εμφανιστεί ήδη από το έτος 2010.
…….Εξάλλου είναι αυτονόητο ότι χωρίς καταβολή εισφοράς-συνδρομής από μέρους του ασφαλισμένου, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ασφαλιστικός φορέας ή ταμείο.
……………………..δόθηκε η εντολή διεξαγωγής διερευνητικών επαφών μεταξύ του ΛΕΔΕ και της Ένωσης των ΛΕΑΔ, προκειμένου να διερευνηθούν αναλυτικά οι προσφερόμενες από τους φορείς αυτούς ασφαλιστικές καλύψεις, η προοπτική επιμερισμού αυτών κατά τρόπο ώστε να μην υφίστανται διπλές ή τριπλές καλύψεις, καθώς και η προοπτική επαναπροσανατολισμού των σκοπών του ΛΕΔΕ……..»

Αποδεικνύω λοιπόν ότι το ίδιο το αντίδικο συνομολογεί την ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ και την ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΔΙΚΙΑ, δηλαδή στην με αριθμό πρωτοκόλλου 2219/20-12-2013 Επιστολή του ΛΕΔΕ προς τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων που μετέχουν στον ΛΕΔΕ, ΟΜΟΛΟΓΕΙ ότι στο παρελθόν χορηγήθηκαν παροχές σε συνταξιοδοτηθέντα μέλη τα οποία δεν είχαν καταβάλλει για εισφορές ούτε το 1/10 των ποσών που εισέπραξαν, ενώ βάσει των καταχρηστικώς ισχυόντων για εμένα κατά το χρόνο αποχωρήσεώς μου από το αντίδικο (23-09-2013) αλλά και κατά το χρόνο καταθέσεως της ένδικης αγωγής (16-12-2015), αφενός μεν τις εισφορές που έχω καταβάλλει δεν μπορώ να τις αναζητήσω από το αντίδικο σε περίπτωση αποχώρησής μου από το ΛΕΔΕ (ίδετε άρθρο 13), αφετέρου δε εάν αποφάσιζα να παραμείνω στο αντίδικο έπρεπε να καταβάλλω στο αντίδικο ποσό κεφαλαίου μεγαλύτερο από αυτό που θα μου χορηγούσε ως εφάπαξ λόγω γήρατος το αντίδικο, επιπλέον δε ΔΙΕΤΡΕΧΑ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΝΑ ΜΗΝ ΛΑΒΩ ΚΑΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΟΣΟ ΛΟΓΩ ΓΗΡΑΤΟΣ ΚΛΠ ΓΙΑΤΙ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 20 ΤΟ ΛΕΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΟ ΕΦΑΠΑΞ.

Επειδή το άρθρο 58 παρ. 4 α) του Κώδικα περί δικηγόρων ως ισχύει (Ν. 4194/2013) διαλαμβάνει επί λέξει:
«4. Με βάση τις αμοιβές που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα:
α) Διενεργείται από τα δικαστήρια η επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 84 του Κώδικα, εφόσον δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία για την αμοιβή κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και η αμοιβή του δικηγόρου δεν υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης κατά το άρθρο 63 του Κώδικα, οπότε στις περιπτώσεις αυτές ισχύουν όσα ορίζονται ειδικότερα στις σχετικές διατάξεις.»

Επειδή το άρθρο 84 παρ. 1 του Κώδικα περί δικηγόρων ως ισχύει (Ν. 4194/2013) διαλαμβάνει επί λέξει:
«1. Τα δικαστήρια κατά την επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και κατά την εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, που διενεργείται στην περίπτωση έλλειψης γραπτής συμφωνίας για την αμοιβή του δικηγόρου ή του αντιπροσώπου του, εφαρμόζουν τις διατάξεις για τις αμοιβές του Κώδικα, εκτός εάν ειδικές διατάξεις προβλέπουν διαφορετικά. Λαμβάνουν υπόψη τον πίνακα των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν και των αμοιβών που πρέπει να καταβληθούν και παρατίθεται υποχρεωτικά από τους διαδίκους κάτω από τις προτάσεις τους. Ο δικηγόρος, σε γνώση του οποίου περιήλθε αυτή η παράβαση, υποβάλλει αίτηση στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένος. Η σχετική γνωμοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Επειδή το άρθρο 81 του Κώδικα περί δικηγόρων διαλαμβάνει επί λέξει:
«Αμοιβή δικηγόρου για αυτοπρόσωπη υπεράσπιση προσωπικών του υποθέσεων
Ο δικηγόρος για την υπεράσπιση των προσωπικών του υποθέσεων, που διεξάγονται από τον ίδιο, δικαιούται να ζητήσει από τον αντίδικο του, πλήρη αμοιβή.»

Επειδή στο Παράρτημα Ι του ισχύοντος Κώδικα Περί Δικηγόρων (Ν.4194/2013) διαλαμβάνεται επί λέξει:
« Β.- ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ (αξία αντικειμένου έως 20.000€)

α) Εργατικά – Μισθωτικές – Αυτοκινητικές – Πίνακες
Αμοιβών -Διαδικασία πιστωτικών τίτλων – Ανακοπές κάθε είδους
α)Αγωγή 85
β)Παράσταση 64
γ)Προτάσεις 85 »

Επειδή η δικαστική μου δαπάνη ανέρχεται στο ποσό των (63,05 ΕΥΡΩ έξοδα + 290,16 αμοιβές=353,21 ΕΥΡΩ και αναλύεται σύμφωνα με το σχετικό πίνακα, ως ακολούθως:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΞΟΔΩΝ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΩΝ, ΑΙΓΙΟ, 17-10-2017
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΝΑΓΩΝ
ΕΞΟΔΑ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟ
ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΑΓΩΓΗΣ 18,00 ΕΥΡΩ Ένσημα. 3,00 ΕΥΡΩ μεγαρόσημο στο κατατεθέν δικόγραφο, 2,00 ΕΥΡΩ ένσημο ΤΝ στο κατατεθέν δικόγραφο, 3,00 ΕΥΡΩ ένσημο ΤΥΔΕ στο κατατεθέν δικόγραφο, 4,00 ΕΥΡΩ ένσημο ΛΕΑΔΠΑ στο κατατεθέν δικόγραφο,
2,00 ΕΥΡΩ μεγαρόσημο στο επιπλέον αντίγραφο του δικαστηρίου,
2,00 ΕΥΡΩ μεγαρόσημο στο επιδοθέν δικόγραφο, 2,00 ΕΥΡΩ μεγαρόσημο στο δικό μου επικυρωμένο αντίγραφο.
ΕΠΙΔΟΣΗ ΑΓΩΓΗΣ

35,00 ΕΥΡΩ πλέον ΦΠΑ 23% ΕΞ ΕΥΡΩ 8,05= 43,05 ΕΥΡΩ. Ίδετε την υπ’ αριθμ. 11376Γ΄/11-01-2016 Έκθεση Επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Βασιλείου Αν. Παπαγιαννούλα (σχετ.2)
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ 2,00 ΕΥΡΩ Μεγαρόσημο. 2,00 ΕΥΡΩ Μεγαρόσημο στις κατατεθείσες προτάσεις.
ΣΥΝΟΛΟ ΕΞΟΔΩΝ 63,05 ΕΥΡΩ.

ΑΜΟΙΒΕΣ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΟΣΟ
ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΓΩΓΗΣ 85,00 ΕΥΡΩ + 24% ΦΠΑ εξ ΕΥΡΩ 20,40=105,40 ΕΥΡΩ. Ίδετε Παράρτημα Ι του Κώδικα Περί Δικηγόρων.
ΣΥΝΤΑΞΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ 85,00 ΕΥΡΩ + 24% ΦΠΑ εξ ΕΥΡΩ 20,40=105,40 ΕΥΡΩ. Ίδετε Παράρτημα Ι του Κώδικα Περί Δικηγόρων.
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ 64,00 ΕΥΡΩ + 24% ΦΠΑ εξ ΕΥΡΩ 15,36=79,36 ΕΥΡΩ Ίδετε Παράρτημα Ι του Κώδικα Περί Δικηγόρων
ΣΥΝΟΛΟ ΑΜΟΙΒΩΝ 290,16 ΕΥΡΩ.

Επειδή προσκομίζω και επικαλούμαι τον από 17-10-2017 Πίνακα Εξόδων και Αμοιβών (σχετ.Α), τον οποίο ούτως ή άλλως έχω ενσωματώσει στις παρούσες προτάσεις μου.

Επειδή διατηρώ νομίμως και βάσιμα αγώγιμη αξίωση κατά του εναγομένου, για την επιστροφή των εισφορών μου (ΑΠ 426/2010) .

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 26 ΚΠολΔ : «Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ασκούν τα καθήκοντά τους».

Επειδή οι παρούσες προτάσεις μου είναι νόμιμες, βάσιμες, αληθινές και αποδεικνυόμενες.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και όσους θα προσθέσω κατά τη συζήτηση και με τη ρητή και κατηγορηματική επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου.
ΖΗΤΩ
Να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις μου ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή μου.
Να αναγνωριστεί από το Δικαστήριό σας η ακυρότητα του άρθρου 13 του καταστατικού του εναγομένου.
Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να μου καταβάλει για τους λόγους που αναφέρονται στο ιστορικό της αγωγής μου και κατά τα ειδικότερα και ενδελεχώς στην αγωγή μου διαλαμβανόμενα και με απόφαση του Δικαστηρίου Σας προσωρινά εκτελεστή το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων τριών ΕΥΡΩ (3.403,00 ΕΥΡΩ), με το νόμιμο τόκο τους από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία το αιτήθηκα με την τηλεομοιοτυπία και το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που του απέστειλα, δηλαδή από την 30-01-2014, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μου και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή μου.
Να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής μου δαπάνης και της αμοιβής εμού ως δικηγόρου σύμφωνα με τον ενσωματωμένο στις παρούσες αλλά και προσκομιζόμενο και επικαλούμενο πίνακα αμοιβών ποσού 353,21 ΕΥΡΩ.

Αίγιο, 18-10-2017
Ο Ενάγων Δικηγόρος