(Η Αγωγή συνετάγη από τον Δικηγόρο Αιγίου Ανδρέα Φλώρο και δικάστηκε πρωτοδίκως με παραστάσα τη Δικηγόρο Αθηνών Αλίκη Μπάκα, συνεργάτιδα στο Δικηγορικό Γραφείο Νικολάου Αθαν. Μπαστογιάννη και Συνεργατών. Σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Εφετείου Αθηνών δικάστηκε με παραστάντα τον Δικηγόρο Αιγίου Ανδρέα Βασ. Φλώρο. Η απόφαση είναι τελεσίδικη.)

    ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

     Στις 21-9-2010 άγνωστη γυναίκα μετέβη στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας «………», ιδιοκτησίας «………» στην ΠΑΤΡΑ και με τη χρήση απλού φωτοαντιγράφου του δελτίου ταυτότητας της ενάγουσας, εμφανίστηκε με το όνομά της και πραγματοποίησε δύο συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, αποκομίζοντας δύο επιδοτούμενες συσκευές, αξίας 341 ευρώ. Εν συνεχεία για τις εν λόγω τηλεφωνικές συνδέσεις εκδόθηκαν λογαριασμοί, συνολικού ποσού 1.123,36 ευρώ με υπόχρεη πληρωμής την ενάγουσα, χωρίς αυτή να έχει κάνει χρήση των συνδέσεων.
Ο υπάλληλος της συνεργαζόμενης εταιρείας με την εναγομένη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας «………», από αμέλειά του, έλαβε από την άγνωστη δράστη της ως άνω απάτης τα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, ταυτότητα, ΑΦΜ, κλπ, τα οποία χρησιμοποίησε, χωρίς να ελέγξει, ως όφειλε και μπορούσε, αν τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούσαν στα πραγματικά στοιχεία της άγνωστης γυναίκας, που εμφανίστηκε στο κατάστημά της και η οποία υπέγραψε τις σχετικές αιτήσεις σύνδεσης. Με τον τρόπο αυτό, όμως, προέβη σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς να εξασφαλίσει την αληθή συναίνεση του πραγματικού υποκειμένου των δεδομένων αυτών, εν προκειμένω δε της ενάγουσας, πριν προβεί στην επεξεργασία τους.

    ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 Σπείρα κάνοντας χρήση πλαστών εξουσιοδοτήσεων ή και χωρίς εξουσιοδοτήσεις εξαπατούσαν υπαλλήλους καταστημάτων κινητής τηλεφωνίας και πετύχαιναν συνδέσεις. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωναν να αποσπούν επιδοτούμενες συσκευές κινητών τηλεφώνων επιλέγοντας τα ακριβότερα μοντέλα αξίας έως και 1.100 ευρώ έκαστο. Στη συνέχεια, προσποιούμενοι τους επιχειρηματίες πελάτες, τηλεφωνούσαν σε καταστήματα κινητής τηλεφωνίας σε διάφορες περιοχές των Αθηνών καθώς και στην περιφέρεια (Χαλκίδα, Μεσολόγγι, Πάτρα, Ξυλόκαστρο, Θήβα) και αφού έδιναν στοιχεία ταυτότητας υπαρκτών προσώπων, ζητούσαν να πραγματοποιήσουν εταιρικές ή προσωπικές συνδέσεις.Αφού έπειθαν τους καταστηματάρχες, έστελναν την επόμενη ημέρα στο εκάστοτε κατάστημα τους συνεργούς τους, οι οποίοι με τη χρήση των φωτοτυπημένων δικαιολογητικών υπέγραφαν τα συμβόλαια σύνδεσης, παίρνοντας στη συνέχεια τις επιδοτούμενες συσκευές, τις οποίες ακολούθως έβγαζαν στο σφυρί μισοτιμής σε διάφορα καταστήματα στο κέντρο της Αθήνας.

    Η ενάγουσα “συνδρομήτρια” εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, το Σεπτέμβριο του έτους 2010, στα πλαίσια αναζήτησης εργασίας, ανταποκρίθηκε σε αγγελία που βρήκε στην εφημερίδα «Χρυσή Ευκαιρία» και αφορούσε σε αναζήτηση baby sitter, με μηνιαίο μισθό 900 ευρώ. Για το λόγο αυτό, μίλησε τηλεφωνικά με κάποια γυναίκα, και έκλεισε ραντεβού να τη συναντήσει σε καφετέρια έναντι του σταθμού του ηλεκτρικού στην Κηφισιά, στα πλαίσια συνέντευξης για την κάλυψη της ως άνω θέσης εργασίας. Στη συνάντησή τους αυτή, η ενάγουσα, παρέδωσε στην ανωτέρω άγνωστη γυναίκα, φωτοτυπία της ταυτότητάς της, όπως της είχε ζητηθεί τηλεφωνικά, ενώ περαιτέρω της γνωστοποίησε το ΑΦΜ της και τη διεύθυνση κατοικίας της, προκειμένου, όπως η άγνωστη γυναίκα την ενημέρωσε, να ελέγξει στην Αστυνομία τα στοιχεία της. Ωστόσο, η ενάγουσα ουδέποτε ειδοποιήθηκε αναφορικά με την εν λόγω θέση εργασίας.

    Εν συνεχεία, τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους η ενάγουσα ενημερώθηκε ότι την αναζητά η αστυνομία, αναφορικά με έρευνες που διεξήγαγε για απάτες, που πραγματοποιούνταν σε καταστήματα κινητής τηλεφωνίας, κατά τις οποίες οι δράστες εμφανίζονταν με φωτοτυπίες ταυτοτήτων και άλλων στοιχείων έτερων υπαρκτών προσώπων και πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές συνδέσεις, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να αποσπούν επιδοτούμενες συσκευές κινητών τηλεφώνων.

    Ειδικότερα στις 21-9-2010 άγνωστη γυναίκα μετέβη στο κατάστημα της συνεργαζόμενης με την εναγομένη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ………. εταιρίας με την επωνυμία «……………….», που βρίσκεται στην Πάτρα επί της οδού …………, και με τη χρήση απλού φωτοαντιγράφου της ταυτότητάς της ενάγουσας και του ΑΦΜ της πραγματοποίησε στο όνομα της ενάγουσας δύο συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας και έλαβε δύο επιδοτούμενες συσκευές, συνολικής αξίας 341 ευρώ. Από έρευνα του συνηγόρου της ενάγουσας Ανδρέα Φλώρου μετά την διαπίστωση του γεγονότος αυτού, η εναγομένη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ενημέρωσε την ενάγουσα ότι για τις εν λόγω τηλεφωνικές συνδέσεις είχαν εκδοθεί λογαριασμοί, συνολικού ποσού 1.123,36 ευρώ, οι οποίοι ουδέποτε περιήλθαν εις γνώση της ενάγουσας, διότι η άγνωστη δράστης της απάτης δήλωσε στην ως άνω συνεργάτιδα εταιρία της εναγομένης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας ψεύτικη διεύθυνση κατοικίας της ενάγουσας.

    Εν συνεχεία η ενάγουσα “συνδρομήτρια” άσκησε αγωγή κατά της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας και εξέθεσε ότι η εναγομένη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας συνέλεξε και καταχώρησε παράνομα προσωπικά της δεδομένα, άνευ συναίνεσής της, στο αρχείο της, περαιτέρω χρησιμοποίησε παράνομα τα προσωπικά της δεδομένα, καταρτίζοντας από μόνη της, χωρίς τη συναίνεσή της, σύμβαση παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και εν συνεχεία προέβη σε έκδοση λογαριασμών, που έφεραν την ίδια ως υπεύθυνη πληρωμής. Ότι η εναγομένη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας όφειλε να μεριμνήσει, ώστε να ζητήσει το σώμα της πρωτότυπης ταυτότητάς της ή επικυρωμένο αντίγραφο αυτής και όχι απλή φωτοτυπία και να ελέγξει αν πράγματι υπήρχε συγκατάθεσή της για την επεξεργασία των προσωπικών της δεδομένων, κατόπιν κατάλληλης ενημέρωσής της. Ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εναγομένη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας προσέβαλλε παράνομα την προσωπικότητά της και της προκάλεσε ηθική βλάβη. Ενόψει των προεκτεθέντων, η ενάγουσα “συνδρομήτρια” αιτήθηκε να της επιδικαστεί το δίκαιο και εύλογο ποσό των 20.100,00 ΕΥΡΩ για τη χρηματική της ικανοποίηση λόγω της βαρύτατατης ηθικής βλάβης που υπέστη.

    Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και δέχθηκε ότι έλαβε χώρα εκ μέρους της εναγομένης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας (του ονόματος, επωνύμου, πατρώνυμου, ημερομηνίας γέννησης, αριθμού δελτίου ταυτότητας και αριθμού φορολογικού μητρώου της ενάγουσας), δηλαδή επεξεργασία (καταχώριση, οργάνωση, διατήρηση, αποθήκευση και χρήση των δεδομένων αυτών από την εναγομένη, για την παροχή δύο τηλεφωνικών συνδέσεων στο όνομα της ενάγουσας και την έκδοση λογαριασμών επί των συνδέσεων αυτών) χωρίς τη συναίνεσή της.

    Από την παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά της εναγομένης, η ενάγουσα “συνδρομήτρια” υπέστη ηθική βλάβη, καθώς τα προσωπικά της δεδομένα συλλέχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν χωρίς τη συναίνεσή της, με τον τρόπο δε αυτό, πέραν αυτής καθ’ αυτής της αδικοπραξίας σε βάρος της, ενεπλάκη, έστω και υπό την ιδιότητά της ως μάρτυρα, σε ποινική υπόθεση που σχηματίστηκε για τους δράστες της απάτης και βρέθηκε εμφαινόμενη ως “συνδρομητής” δύο τηλεφωνικών συνδέσεων, που χρησιμοποιήθηκαν από τα μέλη της συμμορίας που προέβαινε στις εν λόγω πράξεις, γεγονότα που δεν θα ελάμβαναν χώρα αν η εναγομένη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και οι συνεργάτες αυτής τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους και προέβαιναν σε απλή ταυτοποίηση των προσώπων που εμφανίζονταν στα καταστήματά τους με τις φωτοτυπίες ταυτοτήτων που τους χορηγούσαν για τη δημιουργία τηλεφωνικών συνδέσεων της εναγομένης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας.

    Το Δικαστήριο επιδίκασε νομιμοτόκως στην ενάγουσα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το ποσό των 2.000 ευρώ.

    ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ-ΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ 2566/2020 ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
    Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι ο υπάλληλος της συνεργαζόμενης με την εναγομένη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ως άνω ………….. εταιρίας με την επωνυμία «.…………………….», από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, έλαβε από την άγνωστη δράστη της ως άνω απάτης τα προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, τα οποία χρησιμοποίησε, χωρίς να ελέγξει, ως όφειλε και μπορούσε, αν τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούσαν στα πραγματικά στοιχεία της άγνωστης γυναίκας, που εμφανίστηκε στο κατάστημα της και η οποία υπέγραψε τις σχετικές αιτήσεις σύνδεσης. Με τον τρόπο αυτό, όμως, προέβη σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς να εξασφαλίσει την αληθή συναίνεση του πραγματικού υποκειμένου των δεδομένων αυτών, εν προκειμένω δε της ενάγουσας, πριν προβεί στην επεξεργασία τους.

    Η συνεργάτιδα εταιρεία ………… στην Πάτρα της εναγομένης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας υποχρεούνταν, σύμφωνα με τη μεταξύ τους υπογραφείσα σύμβαση,να παρουσιάζει στους υποψήφιους συνδρομητές την αίτηση σύνδεσης που της παρέδιδε η εναγομένη και να τους καθοδηγεί στην πλήρη συμπλήρωση και υπογραφή της.

    Επίσης, όφειλε να ζητεί από τους υποψήφιους συνδρομητές τα δικαιολογητικά που εκάστοτε απαιτούσε η εναγομένη για την εγγραφή συνδρομητή, όπως την φωτοτυπία της ταυτότητάς τους, πιστοποιώντας ταυτόχρονα την αυθεντικότητά τους με την υπογραφή και από τον υπάλληλο της συνεργάτιδας της σχετικής αίτησης σύνδεσης.

    Η ως άνω συνεργαζόμενη εταιρεία ……..με την εναγομένη εταιρία κινητής τηλεφωνίας, κατά την συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, είχε αναμφισβήτητα την ιδιότητα της προστηθείσας της εναγομένης, καθώς μέσω αυτής η εναγομένη επέκτεινε την οικονομική της δραστηριότητα, χωρίς να ενδιαφέρει το είδος της συμβάσεως που τις συνέδεε, ενώ η εν λόγω ……………εταιρία συνέλλεξε τα εν λόγω δεδομένα στα πλαίσια των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί δυνάμει της προαναφερθείσας σύμβασης. Ομοίως, αποδείχθηκε ότι, σε κάθε περίπτωση, αναφορικά με τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων των υποψήφιων συνδρομητών της εναγομένης, η ως άνω συνεργάτης της είχε την ιδιότητα του «εκτελούντος την επεξεργασία», ενώ η εναγομένη ήταν η «υπεύθυνη επεξεργασίας» των δεδομένων αυτών, έχοντας την αντίστοιχη ευθύνη βάσει των διατάξεων του ν. 2472/1997.

    Συνεπώς εν προκειμένω έλαβε χώρα εκ μέρους της εναγομένης, ως προστήσασας την …………..εταιρία με την επωνυμία «………………..», αλλά και ως υπεύθυνης επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων των συνδρομητών της, παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, δηλαδή επεξεργασία χωρίς τη συναίνεσή της. Συγκεκριμένα έλαβε χώρα παράνομη συλλογή των προσωπικών δεδομένων του ονόματος, επωνύμου, πατρώνυμου, ημερομηνίας γέννησης, αριθμού δελτίου ταυτότητας και αριθμού φορολογικού μητρώου της ενάγουσας από την ως άνω προστηθείσα της εναγομένης, εν συνεχεία δε έλαβε χώρα παράνομη επεξεργασία των εν λόγω προσωπικών δεδομένων, ήτοι καταχώριση, οργάνωση, διατήρηση, αποθήκευση και χρήση των δεδομένων αυτών από την εναγομένη, για την παροχή δύο τηλεφωνικών συνδέσεων στο όνομα της ενάγουσας και την έκδοση λογαριασμών επί των συνδέσεων αυτών.

    Εκ της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας (αμελούς) συμπεριφοράς της εναγομένης, η οποία συνιστά ειδική περίπτωση προσβολής της προσωπικότητάς της ενάγουσας, η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη, καθώς τα προσωπικά της δεδομένα συλλέχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν χωρίς τη συναίνεσή της, με τον τρόπο δε αυτό, πέραν αυτής καθ’ αυτής της αδικοπραξίας σε βάρος της, ενεπλάκη, έστω και υπό την ιδιότητά της ως μάρτυρα, σε ποινική υπόθεση που σχηματίστηκε για τους δράστες της απάτης και βρέθηκε εμφαινόμενη ως συνδρομητής δύο τηλεφωνικών συνδέσεων, που χρησιμοποιήθηκαν από τα μέλη της συμμορίας που προέβαινε στις εν λόγω πράξεις, γεγονότα που δεν θα ελάμβαναν χώρα αν η εναγομένη και οι προστηθέντες συνεργάτες αυτής τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (υπ’ αριθ. 488/82 απόφαση της εθνικής επιτροπής τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων – ΦΕΚ Β/1505/30-7-2008) και τα συναλλακτικά ήθη, και προέβαιναν σε απλή ταυτοποίηση των προσώπων που εμφανίζονταν στα καταστήματά τους με τις φωτοτυπίες ταυτοτήτων που τους χορηγούσαν για τη δημιουργία τηλεφωνικών συνδέσεων της εναγομένης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας.

    Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του το βαθμό του πταίσματος της εναγομένης, το είδος της προσβολής, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, κρίνει, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής και χωρίς να δεσμεύεται από το αναγραφόμενο στη διάταξη του άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 2472/1997 ελάχιστο ποσό, καθώς εν προκειμένω η παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997 έλαβε χώρα από αμέλεια των προστηθέντων της εναγομένης, ότι η ενάγουσα δικαιούται ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των 2.000,00 ευρώ.

      ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: Η απόφαση σφάλλει κατά την νομική μου άποψη, μεταξύ άλλων, στο εξής:

      Δέχεται ότι η αγωγή δεν εδράζεται στις διατάξεις του ν. 3471/2006, ούτε τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 14 του ίδιου νόμου, διότι τα περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνεπάγονται την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας στα πλαίσια της παροχής προς την ενάγουσα υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ούτε η ίδια φέρει την ιδιότητα του «συνδρομητή». Και αυτό γιατί η ενάγουσα ουδέποτε συμβλήθηκε με την εναγομένη, ούτε δεσμευόταν από τις τηλεφωνικές συνδέσεις που η τελευταία εξέδωσε στο όνομά της, ούτε ποτέ οχλήθηκε από την εναγομένη τηλεφωνικώς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, και κατά συνέπεια εν προκειμένω τυγχάνουν εφαρμογής αποκλειστικά οι διατάξεις του ν. 2472/1997.

      Η ανωτέρω κρίση κατά τη γνώμη μου είναι εσφαλμένη, μεταξύ άλλων λόγων, διότι οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 17 του ν. 3471/2006 τυγχάνουν εφαρμογής κατά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών στο πλαίσιο της παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Αντιθέτως, για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, η οποία διενεργείται στο πλαίσιο μη διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως λόγου χάρη στο εσωτερικό δίκτυο μιας εταιρείας ή υπηρεσίας εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του ν. 2472/1997.

     Οι διατάξεις του ν. 3471/2006 ως νεότερες και ειδικότερες εκτοπίζουν τις προγενέστερες γενικές διατάξεις του ν. 2472/1997. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση υπαγορεύεται από τη βούληση του νομοθέτη, ο οποίος με τη νεότερη ειδική ρύθμιση του ν. 3471/2006 συγκεκριμενοποίησε το γενικό δίκαιο περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, ώστε να ανταποκρίνεται πληρέστερα στις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το ζήτημα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Όταν ο εφαρμοστής καλείται να άρει τη σύγκρουση μεταξύ ενός προγενέστερου γενικού και ενός νεότερου ειδικού νόμου, όπως εν προκειμένω τη σύγκρουση μεταξύ του ν. 2472/1997 και του ν. 3471/2006, υποχρεούται να λάβει υπόψη του τα θεμελιώδη ερμηνευτικά αξιώματα «lex posterior derogat legi priori» και «lex specialis derogat legi generali», εκ των οποίων παρέπεται ότι εφαρμοστέος είναι ο νεότερος και ειδικότερος νόμος, ήτοι ο ν. 3471/2006, ακόμα και στην περίπτωση που η γενική ρύθμιση του ν. 2472/1997 είναι ευνοϊκότερη για το υποκείμενο των δεδομένων.

        Εν προκειμένω κατά τη γνώμη μου έχουν εφαρμογή το άρθρο 5 παρ. 1 και παρ. 2 α) και β) του νόμου 3471/2006, καθώς επίσης το άρθρο 12 παρ. 1 του νόμου 3471/2006. Άλλωστε και η AD HOC AD HOC 7/2010 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ εφαρμόζει ΚΑΙ αυτά τα άρθρα του Ν. 3471/2006, μαζί με το άρθρο 14 αυτού.

      Επιπλέον το άρθρο 12 παρ. 1 του νόμου 3471/2006 διαλαμβάνει επί λέξει ότι ο φορέας παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οφείλει να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να προστατεύεται η ασφάλεια των υπηρεσιών του, καθώς και η ασφάλεια του δημοσίου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τα μέτρα αυτά εφόσον είναι αναγκαίο λαμβάνονται από κοινού με τον φορέα παροχής του δημοσίου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει δε να εγγυώνται επίπεδο ασφαλείας ανάλογο προς τον υπάρχοντα κίνδυνο, λαμβανομένων υπόψη αφενός των πλέον προσφάτων τεχνικών δυνατοτήτων αφετέρου δε του κόστους εφαρμογής τους.

Ομοίως διαλαμβάνεται και στην ιστοσελίδα https://www.dpa.gr/portal/page?pageid=33,132262&_dad=portal&_schema=PORTAL της ΑΠΔΠΧ: Ο φορέας παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οφείλει να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύεται η ασφάλεια των υπηρεσιών του, καθώς και η ασφάλεια του δημοσίου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ν.3471/2006.

      Η διαδικασία ταυτοποίησης του συνδρομητή συνιστά οργανωτικό μέτρο ασφαλείας εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας και του προστηθέντος από αυτόν εκτελούντος την επεξεργασία και πρέπει να είναι επαρκής και να εφαρμόζεται σωστά, ώστε να μην έχει ως αποτέλεσμα κάποιο περιστατικό παραβίασης προσωπικών δεδομένων. (άρθρα 1,2,3,6,12 του υπ’ αριθμ. 488/82 του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΕΤΤ για την Παροχή Υπηρεσιών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών στους Καταναλωτές, ΦΕΚ Β 1505/30-7-2008, ο οποίος είναι σε ισχύ ήδη από την 30-7-2008, δηλαδή πλέον των 2 ετών νωρίτερα από τη στιγμή που έλαβαν χώρα τα ένδικα συμβάντα).Στην ένδικη περίπτωση η αντίδικος παραβίασε το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3471/2006 και τα άρθρα 3,6,12 του υπ’ αριθμ. 488/82 Κώδικα Δεοντολογίας ΕΕΤΤ για την Παροχή Υπηρεσιών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών στους Καταναλωτές, ΦΕΚ Β 1505/30-7-2008, καθώς η διαδικασία ταυτοποίησης του συνδρομητή συνιστά οργανωτικό μέτρο ασφαλείας εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας και του προστηθέντος από αυτόν εκτελούντος την επεξεργασία, το οποίο η αντίδικος δεν τήρησε με αποτέλεσμα όχι απλά την παραβίαση  των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας αλλά την καταβαράθρωσή τους.

        Ο Κώδικας Δεοντολογίας της ιδίας της αντιδίκου δίνει πολύ συγκεκριμένες, απλές και μονοσήμαντες οδηγίες στους υπαλλήλους της κλπ: Εάν ποτέ έχετε αμφιβολίες για μια ορισμένη συμπεριφορά, αναρωτηθείτε:

        Συμμορφώνεται η συμπεριφορά αυτή με τον Κώδικα Δεοντολογίας;

         Είναι ηθική;

         Είναι νόμιμη;

         Θα έχει συνέπειες για την Εταιρεία;

        Εάν η απάντηση είναι αρνητική σε οποιαδήποτε από τα παραπάνω, μην προχωρήσετε.

         Αν βρίσκεστε σε αμφιβολία, αναζητήστε καθοδήγηση.

        Προφανώς ο προστηθείς-υπάλληλος της αντιδίκου απάντησε ότι η σύναψη δύο συμβολαίων κινητής τηλεφωνίας με μία άγνωστη η οποία προσκομίζει φωτοτυπία ταυτότητας της ενάγουσας συμμορφώνεται με τον Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΕΤΤ συμμορφώνεται με τον Κώδικα Δεοντολογίας της “……………..”, είναι ηθική, είναι νόμιμη, και δεν θα έχει συνέπειες για την εταιρεία, και επειδή δεν είχε και καμία αμφιβολία περί αυτών δεν ζήτησε και καθοδήγηση. Έτσι όμως η ίδια η αντίδικος αναιρεί τον εαυτό της παραβιάζοντας βάναυσα το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3471/2006, τα άρθρα 3,6,12 του υπ’ αριθμ. 488/82 Κώδικα Δεοντολογίας ΕΕΤΤ για την Παροχή Υπηρεσιών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών στους Καταναλωτές, ΦΕΚ Β 1505/30-7-2008, αλλά και τον ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΚΩΔΙΚΑ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ.

       Ως συνέπεια της ανωτέρω η απόφαση δεν εφαρμόζει το άρθρο 14 του Ν.3471/2006, το οποίο προβλέπει ελάχιστο ποσό αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000,00 ΕΥΡΩ, παρά εφαρμόζει το ν. 2472/1997 που προβλέπει ελάχιστο ποσό αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.869,40 ΕΥΡΩ (2.000.000 δρχ).

      Περαιτέρω ενώ δέχεται ότι τα ανωτέρω γεγονότα δεν θα λάμβαναν χώρα αν η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και οι συνεργάτες αυτής τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (υπαριθ. 488/82 απόφαση της εθνικής επιτροπής τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων – ΦΕΚ Β/1505/30-7-2008) και τα συναλλακτικά ήθη, και προέβαιναν σε απλή ταυτοποίηση των προσώπων που εμφανίζονταν στα καταστήματά τους με τις φωτοτυπίες ταυτοτήτων που τους χορηγούσαν για τη δημιουργία τηλεφωνικών συνδέσεων της εταιρείας κινητής, στο τέλος καταλήγει ότι η παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997 έλαβε χώρα από αμέλεια του υπαλλήλου της συνεργάτιδος της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας.

     Έτσι όμως, δεχόμενη δηλαδή αμέλεια και όχι κάποια μορφή δόλου του υπαλλήλου, δεν χορήγησε αποζημίωση για ηθική βλάβη το ελάχιστο προβλεπόμενο από το νόμο ποσό των 5.869,40 ΕΥΡΩ (2.000.000 δρχ), παρά περιόρισε την αποζημίωση για ηθική βλάβη στο όλως συμβολικό ποσό των 2.000,00 ΕΥΡΩ. 

      Η συμπεριφορά του υπαλλήλου της εταιρείας κινητής σε σχέση με την διαδικασία ταυτοποίησης του πελάτη στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι σαν ο διευθυντής τράπεζας να βγάλει στο πεζοδρόμιο χρηματοκιβώτιο γεμάτο με χρήματα ξεκλείδωτο και να το αφήσει, ή σαν κάποιος έχοντας μόνο φωτοτυπία της ταυτότητας τρίτου να συνάψει δάνειο με τράπεζα στο όνομα του τρίτου, να εισπράξει το ποσό του δανείου και ο τρίτος να ευθύνεται εν συνεχεία για την αποπληρωμή του. Δηλαδή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση μια τέτοια συμπεριφορά να αποδοθεί σε οιαδήποτε μορφή αμέλειας, παρά μόνο σε κάποια μορφή δόλου.

Ολόκληρη η απόφαση εδώ!

Αίγιο, 10-04-2023
Ανδρέας Βασ. Φλώρος
Δικηγόρος-Διαμεσολαβητής ΥΔΔΑΔ