332/2017 ΕΦ ΠΑΤΡ

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας πώλησης ακινήτου λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας. Η
πληρεξουσιότητα παύει δια του θανάτου ή τη δικαιοπρακτική ανικανότητα του χορηγήσαντος αυτή. Για την συνέχιση της ισχύος της και μετά τα ως άνω γεγονότα θα πρέπει κάτι τέτοιο να προκύπτει άμεσα ή έμμεσα από το κείμενο του συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου επί ακινήτων ή να συνάγεται από την ερμηνεία του περιεχομένου του. Δικαιοπραξία επ΄όνόματι άλλου μετά την άρση της πληρεξουσιότητας είναι άκυρη εκτός αν ο πληρεξούσιος επικαλεσθεί και αποδείξει πως αγνοούσε ανυπαίτια την άρση της. Απαγόρευση σύναψης αυτοσύμβασης εκ μέρους του πληρεξουσίου και εξαιρέσεις σε αυτή. Ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισε την ακυρότητα των συναφθέντων πωλητηρίων συμβολαίων και των περιεχόμενων σε αυτά αυτοσυμβάσεων που υπέγραψαν οι εκκαλούντες ως πληρεξούσιοι της αρχικής ενάγουσας καθότι λόγω θέσεως της ήδη υπό δικαστική συμπαράσταση, η παρασχεθείσα σε αυτούς πληρεξουσιότητα είχε αρθεί γεγονός το οποίο και γνώριζαν. Απορρίπτει έφεση.
Η παρούσα εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια του δικηγόρου κου Ανδρέα Φλώρου.

Αριθμός 332/2017

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕίΟ ΠΑΤΡΩΝ

Αποτελουμενο απο τους Δικαστές Μαρία Καραγιαννη, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Οικονόμου, Λεωνίδα Τσιγκρή – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: 1) ……., κατοίκου ………, και 2) ……, κατοίκου οικισμού ………., οι οποίοι
εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γρηγόριο Αλεξόπουλο και Μαρία Σταυροπούλου.

Των εφεσιβλήτων: 1) ………., το γένος ……, κατοίκου … Αττικής, και 2) ………., κατοίκου …… Αττικής, αμφότερες με την ιδιότητά τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της αποβιωσάσης κατά την 29-11-2011 ….. χήρας ……, το γένος ……., τις οποίες εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ανδρέας Φλώρος.

Η πρώτη εφεσΐβλητη με τις από 11-3-2011 (αριθ. εκθ. κατ. 38/11-3-2011 και αριθ.εκθ.κατ. 39/11-
3-2011 αντίστοιχα) αγωγές της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Aιγίου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ` αυτές.

Το παραπάνω Δικαστήριο αφού συνεκδίκασε τις αγωγές, εξέδωσε την υπ` αριθμ. 84/2012 οριστική απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει τις αγωγές.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν προς το Δικαστήριο τούτο οι εκκαλούντες με την από 21-
12-2012 έφεσή τους (αριθ. έκθ. κατ. 86/21-12-2012) ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτή .

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I) Η υπό κρίση από 21-12-2012 και με αριθμό κατάθεσης 86/21-12-2012 έφεση των πρωτοδίκως
ηττηθέντων εναγομένων α) …….. και β) ………….., κατά της 84/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αίγιου, με την οποία συνεκδικάσθηκαν, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία οι παρακάτω αναφερόμενες δύο (2) αγωγές της αρχικής ενάγουσας και υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση τελούσας ….. χήρας …………, το γένος ……….., που αποβίωσε στις 19-12-2011 και στην θέση της υπεισήλθαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής οι εφεσίβλητες α) … συζ. …….., το γένος ……….. (ανεψιά της) και β) …….. του …….. (εγγονή προαποβιώσαντος αδελφής της), αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, δεδομένου ότι η έφεση ασκήθηκε μετά την κατά την 25-7-2011 έναρξη ισχύος του νόμου αυτού), έχει δε ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 26-11-2012 (βλ. την σχετική επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή πάνω στο προσκομιζόμενο αντίγραφο αυτής), το δε εφετήριο δικόγραφο κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 21-12-2012 (βλ. την σχετική έκθεση κατάθεσης αυτού), δηλαδή μέσα στην νόμιμη τριακονθήμερη προθεσμία από την επίδοση αυτή (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β`, 516 παρ. 1, 517 εδ. α`, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό αυτής οι ανωτέρω εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκησή της τα με αριθμούς Ζ-7342484 και Ζ-7342485 παράβολα του Δημοσίου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4055/2012, ποσού διακοσίων (200) ΕΥΡΩ ο καθένας (βλ. την σχετική βεβαίωση του γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), εκ των οποίων όμως το δεύτερο παράβολο (με αριθμό Ζ – 734285) πρέπει να διαταχθεί η απόδοσή του στον καταθέσαντα εκκαλοϋντα .., ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, διότι επί ασκήσεως ενός ενδίκου μέσου από περισσότερους διαδίκους ένα μόνο παράβολο κατατίθεται (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. β` του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν. 4193/2013 και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου νόμου). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικό δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

II) Η αρχική ενάγουσα ……… χήρα …….., το γένος …………, διατελούσα υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και παριστάμενη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την οριστική δικαστική συμπαραστάτρια αυτής, ήτοι την ανεψιά της .. συζ. …………….., το γένος ……….., με τις απευθυνόμενες στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αίγιου δύο (2) αγωγές της, ήτοι α) την από 11-3-2011 και με αριθμό κατάθεσης 38/11-3-2011 κατά του εναγομένου ……………………. και β) την από 11-3-2011 και με αριθμό κατάθεσης 39/11-3-2011 κατά του εναγομένου ….., ιστορούσε τα ακόλουθα: Ότι, δυνάμει των πληρεξουσίων α) με αριθμό …../28-11-1996 της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… προς τον εναγόμενο ……………….. και β) με αριθμό …./5-2-1998 της συμβολαιογράφου Αθηνών …………….. προς τον εναγόμενο …, είχε η ίδια χορηγήσει την εντολή και πληρεξουσιότητα στους εναγομένους να πωλούν και μεταβιβάζουν για λογαριασμό της σε τρίτους, αλλά και στους εαυτούς τους με αυτοσύμβαση, τα αναφερόμενα στα ανωτέρω πληρεξούσια συμβόλαια ακίνητα, που ανήκαν στην κυριότητά της. Ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι, δυνάμει των πωλητηρίων συμβολαίων του συμβολαιογράφου Αίγιου … α) με αριθμό …./8-10-2009 ο πρώτος τούτων και β) με αριθμό …../7-8-2009 ο δεύτερος τούτων, που έχουν μεταγράφει νόμιμα, πώλησαν και μεταβίβασαν προς τους εαυτούς τους, με αυτοσύμβαση, τα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα αυτής, αν και η ισχύς των άνω πληρεξουσίων είχε ήδη παύσει, λόγω της δικαιοπρακτικής ανικανότητας αυτής, από τις 16-12-2008, όταν εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσωρινή διαταγή, με την οποία η ανωτέρω ανεψιά της διορίστηκε προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια της ίδιας (ενάγουσας) έως την έκδοση απόφασης επί της απευθυνόμενης στο άνω Δικαστήριο αίτησης της τελευταίας περί θέσεως αυτής (ενάγουσας) σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, αλλά και από τις 4-8-
2009, όταν δημοσιεύθηκε η 5932/2009 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αίτηση, έθεσε αυτήν (ενάγουσα) σε κατάσταση πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης και διόρισε την άνω ανεψιά της οριστική, αλλά και προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια για την χρονική περίοδο από την δήμοσίευσή της μέχρι και την τελεσιδικία της. Ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν, από τα τέλη μηνός Ιουνίου του ίδιου έτους 2009, ότι τα ανωτέρω πληρεξούσια έχουν απωλέσει την ισχύ τους, διότι την παραπάνω ημερομηνία, η προαναφερόμενη ανεψιά της, με την ιδιότητα της προσωρινής δικαστικής συμπαραστάτριας, που είχε διορισθεί με την ανωτέρω προσωρινή διαταγή, ο σύζυγος αυτής ………….., με την ιδιότητα του μέλους του εποπτικού συμβουλίου και ο δικηγόρος ……….., επισκέφθηκαν τον εναγόμενο ………………………….
και πατέρα του άλλου εναγόμενου …………, στην ……………….. και του ανακοίνωσαν ότι η πρώτη έχει διορισθεί προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια αυτής (ενάγουσας), επειδή βρίσκεται σε κατάσταση δικαιοπρακτικής ανικανότητας λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και ότι για οποιοδήποτε ζήτημα αναφέρεται στο πρόσωπο αυτής, αρμόδια είναι η ανωτέρω ανεψιά της, με την ιδιότητα της προσωρινής αλλά μελλοντικά οριστικής δικαστικής συμπαραστάτριας, δεδομένου ότι στο άμεσο μέλλον θα εκδοθεί απόφαση, με την οποία η ίδια (ενάγουσα) θα υποβάλλεται σε καθεστώς πλήρους στερητικής συμπαράστασης και η ανεψιό της θα διορίζεται οριστική δικαστική συμπαραστάτρια. Με βάση το ανωτέρω περιεχόμενο καθεμιάς αγωγής, ζητούσε η ενάγουσα να αναγνωρισθεί το ανίσχυρο, άλλως η ακυρότητα καθεμιάς ενοχικής και εμπράγματης σύμβασης, που περιέχονται στα προαναφερόμενα πωλητήρια συμβόλαια, με τα οποία καθένας από τους εναγόμενους φέρεται ότι πώλησε και μεταβίβασε για λογαριασμό της προς τον εαυτό του τα περιγραφόμενα στις αγωγές και στα άνω συμβόλαια ακίνητα, που ανήκουν στην κυριότητά της, να υποχρεωθεί καθένας εναγόμενος να παραδώσει σ` αυτήν (ενάγουσα) ή να καταθέσει σε δημόσια αρχή τα παραπάνω πληρεξούσια συμβολαιογραφικά έγγραφα, καθώς και να βεβαιωθεί η παύση της πληρεξουσιότητας και να κηρυχθούν τα εν λόγω πληρεξούσια ανίσχυρα. Επί των αγωγών αυτών, που συζητήθηκαν και συνεκδικάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την δικάσιμο της 13-3-2012, κατά την οποία είχε απέλθει βίαιη διακοπή της δίκης, λόγω του επισυμβάντος στις 19-
12-2011 θανάτου της ενάγουσας, την οποία (βίαιη διακοπή) ανακοίνωσαν προφορικό στο Δικστήριο οι νομιμοποιούμενες προς τούτο εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής, ήτοι α) η ανεψιά της ……. συζ. ………, το γένος ……….., θυγατέρα της προαποβιώσασας αδελφής της .., και β) η εγγονή της άνω αδελφής της …., που ανακοίνωσαν συγχρόνως την εκούσια επανάληψη αυτής (δίκης), με την ιδιότητα των εναγουσών, ως υπεισελθουσών στην δικονομική θέση της αρχικής ενάγουσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α` και 290 του ΚΠολΔ (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόωαση, με την οποία οι ένδικες αγωγές (ως προς τα αιτήματά τους που κρίθηκαν νόμιμα) έγιναν δεκτές ως βάσιμες και από ουσιαστική άποψη, αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα των ανωτέρω αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να παραδώσουν στις άνω ενάγουσες, που συνέχισαν την δίκη, τα ανωτέρω πληρεξούσια συμβολαιογραφικά έγγραφα και καταδικάσθηκαν συγχρόνως στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων, τα οποία ορίσθηκαν στο ποσό των εξακοσίων (600) ΕΥΡΩ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονοϋνται ήδη οι ανωτέρω εναγόμενοι με την υπό κρίση έφεσή τους και ζητούν, για τους διαλαμβανόμενους σ` αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθούν οι εναντίον τους αγωγές.

III) Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή την συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορούν να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (βλ. ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 16/2017, ΑΠ 1083/2017, ΑΠ 1623/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι με τις κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από 21-2-2011 χωριστές προτάσεις τους, ανέφεραν επί λέξει τα εξής περιστατικά, προβάλλοντας χωριστά ο καθένας την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης της ενάγουσας για την αναγνώριση της ακυρότητας των αναφερόμενων στις ένδικες αγωγές συμβάσεων, που περιέχονται στα ανωτέρω μνημονευόμενα αγοραπωλητήρια συμβόλαια και ζητώντας την απόρριψη των εναντίον τους ενδίκων αγωγών, ήτοι ειδικότερα: Α) Ο … «Τέλος πρέπει να τονίσω, ότι εγώ, σε σχέση με την εν λόγω εντολίδα μου ουδέποτε προέβην σε οποιαδήποτε ενέργεια εν κρυπτώ ή άνευ της γνώσης του συγγενικού περιβάλλοντος αυτής. Είναι απολύτως κακόβουλη και όλως καταχρηστική κατ` άρθρο 281 ΑΚ η συμπεριφορά αλλά και οι αιτιάσεις σε βάρος μου της ενάγουσας, καθότι η αντίδικος, το αναφερόμενο εποπτικό συμβούλιο αλλά και όλοι οι στενοί συγγενείς της ανωτέρω εντολίδος μου ανέκαθεν, όχι μόνον γνώριζαν την αληθή βούληση αυτής σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας της, αλλά ουδέποτε στο παρελθόν, ούτε καθ` υπόνοια για χρονικό διάστημα άνω των 15 ετών από τη σύνταξη του επιδίκου ειδικού πληρεξουσίου, αμφισβήτησαν την εντολή, την αγορά, την εξόφληση του τιμήματος και την κτήση της κυριότητας του προαναφερομένου ακινήτου εκ μέρους μου». Β) Ο … «Τέλος πρέπει να τονίσω, ότι εγώ, σε σχέση με την εν λόγω εντολίδα μου ουδέποτε προέβην σε οποιαδήποτε ενέργεια εν κρυπτώ ή άνευ της γνώσης του συγγενικού περιβάλλοντος αυτής. Είναι απολύτως κακόβουλη και όλως καταχρηστική κατ` άρθρο 281 ΑΚ η συμπεριφορά αλλά και οι αιτιάσεις σε βάρος μου της ενάγουσας, καθότι η αντίδικος, το αναφερόμενο εποπτικό συμβούλιο αλλά και όλοι οι στενοί συγγενείς της ανωτέρω εντολίδος μου ανέκαθεν, όχι μόνον γνώριζαν την αληθή βούληση αυτής σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας της, αλλά ουδέποτε στο παρελθόν, ούτε καθ` υπόνοια για χρονικό διάστημα άνω των 13 ετών από την σύνταξη του επιδίκου ειδικού πληρεξουσίου, αμφισβήτησαν την εντολή, την αγορά, την εξόφληση του τιμήματος και την κτήση της κυριότητας του προαναφερομένου ακινήτου εκ μέρους μου». Με το ανωτέρω περιεχόμενο οι ενστάσεις των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης της καθεμιάς αγωγικής αξίωσης παρίστανται ως μη νόμιμες, διότι τα εκτιθέμενα από αυτούς με τις προτάσεις τους περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση της ένδικης αγωγικής αξίωσης καταχρηστική, σύμφωνα με την αναλυθείσα στην παραπάνω νομική σκέψη έννοια του άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, έστω και με ελλιπή αιτιολογία (σιγή), που παραδεκτά συμπληρώνεται από την παρούσα απόφαση (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απέρριψε τις ανωτέρω ενστάσεις των εναγομένων, ορθά εκτίμησε τους ανωτέρω ισχυρισμούς και σωστά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, γι` αυτό ο σχετικός (τρίτος) λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη των εν λόγω ενστάσεών τους, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος.

IV) Κατά τρ άρθρο 223 του ΑΚ «η πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν συνάγεται το αντίθετο, παύει με το θάνατο ή τη δικαιοπρακτική ανικανότητα αυτού που έδωσε ή αυτού που έλαβε την πληρεξουσιότητα». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν για την πληρεξουσιότητα συντάχθηκε έγγραφο, το αντίθετο, όσον αφορά την παύση της πληρεξουσιότητας λόγω θανάτου ή δικαιοπρακτικής αντικανότητας, μπορεί να συνάγεται, είτε από το ίδιο το πληρεξούσιο έγγραφο, έστω και εμμέσως, είτε από τις συγκεκριμένες περιστάσεις και ιδίως από την φύση των δικαιοπραξιών που ανατίθενται στον πληρεξούσιο, ή από την υποκείμενη στην πληρεξουσιότητα εσωτερική έννομη σχέση, η οποία, αν δεν προκύπτει από το έγγραφο της πληρεξουσιότητας, μπορεί να αναζητηθεί και σε άλλα, εκτός του εγγράφου αυτού κείμενα στοιχεία (βλ. ΑΠ 1529/1992 ΕλλΔνη 1994. 432). Σε περίπτωση δε που διαπιστωθεί ότι η βούληση του αντιπροσωπευομένου ήταν να ισχύσει η δοθείσα πληρεξουσιότητα και μετά τον θάνατό του ή την δικαιοπρακτική του ανικανότητα, η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί και μετά τον θάνατο ή μετά την άρση της ικανότητας αυτού να δικαιοπρακτεϊ, χωρίς άλλη διατύπωση, ισχύουσα ως πληρεξουσιότητα που έχει δοθεί από όλους τους κληρονόμους του θανόντος. Όταν, όμως, για την σύσταση της πληρεξουσιότητας απαιτείται από τον νόμο τύπος, όπως συμβαίνει με την πληρεξουσιότητα που έχει αντικείμενο την σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα, για τις οποίες απαιτείται η τήρηση του συμβολαιογραφικού εγγράφου (άρθρο 369 ΑΚ, σε συνδυασμό με 271 εδ. β` ΑΚ), τότε πρέπει η αντίθετη με την ρύθμιση του άρθρου 223 ΑΚ δήλωση βουλήσεως του πληρεξουσιοδότη, δηλαδή για διατήρηση της ισχύος της πληρεξουσιότητας και μετά τον θάνατο ή την ανικανότητα προς δικαιοπραξία αυτού που την έδωσε, να βρίσκει, έστω και εμμέσως, στήριγμα στο ίδιο σχετικό πληρεξούσιο συμβολαιογραφικό έγγραφο, διότι διαφορετικά η μετά τον επιφέροντα κατ` αρχήν την παύση της πληρεξουσιότητας θάνατο ή ανικανότητα προς δικαιοπραξία του δόντος την πληρεξουσιότητα ενέργεια του πληρεξουσίου, για την οποία απαιτείται η τήρηση τύπου, θα γινόταν με βάση πληρεξουσιότητα, η οποία δεν έχει περιβληθεί τον απαιτούμενο για την δικαιοπραξία στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα τύπο, ως απαιτεί το άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ, αλλά δόθηκε ατύπως, προκύπτουσα εκτός του πληρεξουσίου συμβολαιογραφικού εγγράφου (βλ. ΑΠ 1701/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1529/1992 ο.π., ΑΠ 712/1982 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η αντίθετη, δηλαδή, εκδοχή της δυνατότητας αναζήτησης της βούλησης του πληρεξουσιοδότη για την αντίθεσή του στην ρύθμιση του άρθρου 223 του ΑΚ και στις άνω περιπτώσεις, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, θα οδηγούσε στην έμμεση αναγνώριση ως έγκυρης άτυπης πληρεξουσιότητας και εκεί όπου ο νόμος ρητά αξιώνει
τύπο για το κύρος της. Και τούτο, διότι, αφού η πληρεξουσιότητα παύει καταρχήν με τον θάνατο ή την δικαιοπρακτική ανικανότητα του δότη ή του πληρεξουσίου, σύμφωνα με την ρύθμιση του νόμου, η δυνατότητα συναγωγής αντίθετης βούλησης από στοιχεία που βρίσκονται έξω από τον έγγραφο τύπο, σημαίνει διατήρηση της ισχύος της πληρεξουσιότητας ως άτυπης πλέον και μετά την κατά τον νόμο λήξη αυτής ως τυπικής (βλ. ΑΠ 1529/1992 ο.π.)· Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η πιο πάνω αντίθετη δήλωση του πληρεξουσιοδότη δεν είναι ανάγκη να έχει δηλωθεί ρητώς, αλλά μπορεί να συνάγεται σιωπηρώς και με την ερμηνεία του πληρεξουσίου εγγράφου (βλ. ΑΠ 1701/2010 ο.π.). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 224, 225 και 229 του ΑΚ συνάγεται ότι η δικαιοπραξία, η οποία καταρτίσθηκε στο όνομα άλλου μετά την παύση της πληρεξουσιότητας είναι άκυρη. Αν, όμως, ο πληρεξούσιος αγνοούσε την παύση της πληρεξουσιότητας, η δικαιοπραξία ισχύει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου ή των καθολικών διαδόχων του, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την παύση της πληρεξουσιότητας. Στην αγωγή επομένως του αντιπροσωπευομένου, που έχει μεταγενέστερα, μετά την χορήγηση του πληρεξουσίου, απωλέσει την δικαιοπρακτική του ικανότητα, με αίτημα την αναγνώριση ότι η σύμβαση που κατήρτισε ο αντιπρόσωπός του είναι ανίσχυση, ως συναφθείσα μετά την παύση της δοθείσας πληρεξουσιότητας, λόγω της ανικανότητας αυτού να
δικαιοπρακτεί, αρκεί για την παραδοχή της να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων την προηγηθείσα της σύμβασης και δια της αγωγής του επικαλούμενη παύση της πληρεξουσιότητας. Μπορεί, όμως ο εναγόμενοα, τρίτος ή πληρεξούσιος του αντιπροσωπευομένου, που μάχεται υπέρ του κύρους της σύμβασης, να επικαλεσθεί κατ` ένσταση και να αποδείξει, είτε ότι ο πληρεξούσιος αγνοούσε κατά την σύναψη της σύμβασην την παύση της πληρεξουσιότητας και στη συγκεκριμένη περίπτωση την προηγηθείσα δικαιοπρακτική ανικανότητα του αντπροσωπευομένου, ή ότι με το πληρεξούσιο εκδηλώνεται η βούληση του αντιπροσωπευόμενου για εξακολούθηση της ισχύος αυτού και μετά την εμφάνιση της δικαιοπρακτικής ανικανότητας αυτού, οπότε η αγωγή απορρίπτεται, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές η συναφθείσα σύμβαση είναι έγκυρη και ισχυρή τόσο για τον αντιπροσωπευόμενο, όσο και για τους κληρονόμους του (βλ. ΑΠ 1701/2010 ο.π., ΑΠ 153/1999 ΝοΒ 2000. 624). Περαιτέρω, το άρθρο 235 ΑΚ ρυθμίζει την περίπτωση της δικαιοπραξίας του αντιπροσώπου με τον εαυτό του και ορίζει ότι «ο αντιπρόσωπος δεν μπορεί να επιχειρήσει στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξία με τον εαυτό του ατομικά ή με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου άλλου, εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος είχε επιτρέψει την δικαιοπραξία ή” αυτή συνίσταται αποκλειστικά στην εκπλήρωση υποχρέωσης. Αυτοσύμβαση που δεν έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρη». Σκοπός της, από την διάταξη αυτή,
απαγόρευσης της αυτοσύμβασης είναι να αντιμετωπισθεΐ ο κίνδυνος, ο οποίος καθιστά προβληματικό το κύριος της αυτοδικαιοπραξίας δημιουργούμενος για τον αντιπροσωπευόμενο συνεπεία της εκπροσωπήσεως των συμφερόντων του υπό προσώπου εκπροσωπούντος ταυτοχρόνως και ίδια αυτού συμφέροντα ή συμφέροντα κάποιου άλλου, συγχρόνως αντιπροσωπευομένου. Στον απαγορευτικό κανόνα της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 235 ΑΚ εμπίπτει, κατ` αρχήν, κάθε σύμβαση την οποία καταρτίζει ο άμεσος αντιπρόσωπος, είτε με τον εαυτό του ατομικά είτε υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσωπεύοντος ταυτόχρονα και άλλο πρόσωπο. Ρητά, όμως, η διάταξη αυτή επιτρέπει, κατ` εξαίρεση, την αυτοσύμβαση: α) Αν αυτή επιτράπηκε από τον αντιπροσωπευόμενο. Στην περίπτωση αυτή η άδεια παρέχεται, όπως και η πληρεξουσιότητα, με μονομερή δήλωση του αντιπροσωπευομένου προς τον αντιπρόσωπο, ρητά ή σιωπηρά, επιφυλασσομένης της διάταξης του άρθρου 217 παρ. 2 ΑΚ και β) Αν συνίσταται αποκλειστικά στην εκπλήρωση υποχρέωσης είτε του αντιπροσώπου προς τον αντιπροσωπευόμενο, είτε, αντιστρόφως, του αντιπροσωπευομένου προς τον αντιπρόσωπο. Τέτοια περίπτωση, όπου η αυτοσύμβαση συνιστά αποκλειστικό εκπλήρωση υποχρέωσης του αντιπροσωπευομένου προς τον αντιπρόσωπο αυτού, αποτελεί και η συμφωνηθείσα με προσύμφωνο, κατ` άρθρο 166 ΑΚ, υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει στον αγοραστή συγκεκριμένο ακίνητο, οπότε εγκύρως ο αντιπρόσωπος αγοραστής, ενεργώντας για τον εαυτό του και ως αντιπρόσωπος του αντιπροσωπευομένου πωλητή, μεταβιβάζει στον εαυτό του το ακίνητο με οριστικό συμβόλαιο, στο οποίο αυτός συμβάλλεται με αυτοσύμβαση (βλ. ΑΠ 1701/2010 ο.π.).

V) Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι του μάρτυρα απόδειξης ……… και του μάρτυρα ανταπόδειξης ………., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του άνω Δικαστηρίου, από τις με αριθμούς ../6-3-2015, …/6- 3-2015 και …/7-3-2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Ακράτας …. των μαρτύρων …………… συζ. …. και … χήρας …….. αντίστοιχα, που προσκομίζονται από την πλευρά των εναγομένων και οι οποίες δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων τους (βλ. τις … και …/3-3-2015 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον επιτράπηκε η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 394, 395 ΚΠολΔ), όπως μερικά απ` αυτά αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς όμως να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το με αριθμό …./8-
10-2009 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αίγιου …………………………, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο εναγόμενος της πρώτης αγωγής (με αριθμό κατάθεσης 38/11-3-2011) …………………………………, φέρεται να πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει για λογαριασμό της αρχικής ενάγουσας ……… χήρας ……….., το γένος ……….., αντί τιμήματος 1.235,57 ΕΥΡΩ, στον εαυτό του, με αυτοσύμβαση, το περιγραφόμενο στο ανωτέρω συμβόλαιο ακίνητο, ήτοι οικόπεδο εκτάσεως 575,13 τ.μ., που βρίσκεται εντός του οικισμού … του Δ.Δ. …. του Δήμου …. του Νομού Αχαΐας, στην θέση «…» ή «…», όπως αυτό εμφανίζεται κατά θέση, έκταση και όρια στο από μήνα Σεπτέμβριο έτους 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………………… Στην μεταβίβαση αυτή προέβη ο εν λόγω εναγόμενος, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη ιδιοκτήτρια του άνω ακινήτου και φερόμενη ως εκπροσωπούμενη πωλήτρια στο παραπάνω συμβόλαιο, τον είχε προηγουμένως καταστήσει πληρεξούσιο αυτής και του είχε χορηγήσει την δυνατότητα να αυτοσυμβάλλεται, δυνάμει του αναφερόμενου στο άνω πωλητήριο συμβόλαιο με αριθμό …../28-11-1996 πληρεξουσίου πωλήσεως ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., το οποίο δεν είχε ανακληθεί και παρέμενε σε πλήρη ισχύ κατά τον χρόνο – κατάρτισης της παραπάνω μεταβιβαστικής σύμβασης, όπως δήλωσε ο άνω εναγόμενος στον ανωτέρω συμβολαιογράφο, κατά την σύνταξη του άνω πωλητηρίου συμβολαίου. Ειδικότερα, με το ανωτέρω πληρεξούσιο η αρχική ενάγουσα, που αποβίωσε στις 19-12-2011, διόρισε και κατέστησε τον άνω εναγόμενο πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο, αντίκλητο και εντολοδόχο της, προκειμένου ο τελευταίος, ενεργώντας αντ` αυτής και για λογαριασμό της, να πωλήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το ανήκον στην ίδια ανωτέρω ακίνητο (δεν αμφισβητείται η ταυτότητα του περιγραφόμενου στα ανωτέρω δύο δημόσια έγγραφα ακινήτου) προς τον εαυτό του, με αυτοσύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 235 του ΑΚ ή προς άλλο πρόσωπο – αγοραστή και με οποιουσδήποτε όρους, συμφωνίες και τίμημα ήθελε εγκρίνει ο ανωτέρω εντολοδόχος της, κατ` απόλυτη αυτού κρίση (βλ. το ανωτέρω πληρεξούσιο έγγραφο). Μάλιστα, στις διευρυμένες εξουσίες με τις οποίες εξόπλισε τον όνω εναγόμενο η πληρεξουσιοδότρια, περιλαμβάνεται και εκείνη με την οποία του έδινε το δικαίωμα να χορηγεί στον τρίτο αγοραστή, κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, σε περίπτωση πιστώσεως του τιμήματος, την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα, που ισχύει και για τις περιπτώσεις των άρθρων 223 και 726 του ΑΚ, να υπογράφει με αυτοσύμβαση, κατά το άρθρο 235 του ΑΚ, την συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης του τιμήματος και κατάργησης της διαλυτικής αίρεσης, καθώς και της συναίνεσης για την εξάλειψη της υποθήκης που τυχόν εγγρόφηκε. Δηλαδή, η αρχική ενάνουσα παρείχε στον ανωτέρω εναγόμενο και πληρεξούσιο αυτής το δικαίωμα να χορηγεί ο ίδιος στον αγοραστή του ακινήτου να αυτοσυμβάλλεται, έστω και αν στο πρόσωπο του άνω εναγομένου συνέτρεχε λόγος (θάνατος ή δικαιοπρακτική ανικανότητα) παύσης της πληρεξουσιότητας που ο ίδιος χορήγησε στον αγοραστή, σε αντίθεση με την ρύθμιση του άρθρου 223 του ΑΚ. Επίσης, στο ανωτέρω πληρεξούσιο περιλαμβάνεται δήλωση της αρχικής ενάγουσας, με την οποία αναγνωρίζει ότι οι ανωτέρω μέλλουσες ενέργειες του πληρεξουσίου και εντολοδόχου αυτής ανωτέρω εναγομένου είναι νόμιμες και απρόσβλητες και θεωρούνται ότι έγιναν από την ίδια (βλ. την τελευταία σελίδα του ανωτέρω πληρεξουσίου). Τέλος, στο ανωτέρω μεταβιβαστικό συμβόλαιο περιλαμβάνεται δήλωση του ανωτέρω εναγομένου, τόσο με την ιδιότητα του εκπροσώπου της πωλήτριας, όσο και για τον εαυτό του ως αγοραστή, ότι το ανωτέρω τίμημα έχει καταβληθεί ήδη από το έτος 1991 σε δύο δόσεις, της πρώτης ποσού 100.000 δραχμών (ή 293,47 ΕΥΡΩ ) και της δεύτερης ποσού 320.000 δραχμών (ή 939,10 ΕΥΡΩ), για τις οποίες προσαρτήθηκαν στο ανωτέρω συμβόλαιο αγοράς οι προσκομισθείσες από τον άνω πληρεξούσιο δύο αποδείξεις (από 23-9-1991 και 23-12-1991) πληρωμής των παραπάνω ποσών και ότι η ανωτέρω πωλήτρια θεωρεί το συμφωνημένο τίμημα εξοφλημένο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει παρόμοια αναφορά στο παραπάνω πληρεξούσιο, αν και η περιεχόμενη σ` αυτό μονομερής δικαιοπραξία της αρχικής ενάγουσας πραγματοποιήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της αναφερόμενης στο πωλητήριο συμβόλαιο καταβολής και εξόφλησης του τιμήματος. Επίσης, με το με αριθμό ……/7-8-2009 πωλητήριο συμβόλαιο του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου Αίγιου ….. που μεταγράφηκε νόμιμα, ο εναγόμενος της δεύτερης αγωγής (με αριθμό κατάθεσης 39/11-3-2011) και υιός του εναγομένου της πρώτης αγωγής …………………….., φέρεται να πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει για λογαριασμό της αρχικής ενάγουσας …….. χήρας ………, το γένος …….., στον εαυτό του, με
αυτοσύμβαση, τα περιγραφόμενα στο ανωτέρω συμβόλαιο δύο (2) ακίνητα, ήτοι οικόπεδο εκτάσεως 705,28 τ.μ. και άλλο οικόπεδο εκτάσεως 177,49 τ.μ., που βρίσκονται εντός του οικισμού …… του Δ.Δ. ……… του Δήμου ……. του Νομού Αχαΐας και στην θέση «…», όπως τα δύο αυτά ακίνητα εμφανίζονται κατά θέση, έκταση και όρια στο από μήνα Μάϊο έτους 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού υπομηχανικού …………, έναντι συνολικού τιμήματος 1.467,35 ΕΥΡΩ, ήτοι 1.171 ΕΥΡΩ για το πρώτο ακίνητο και 296,35 ΕΥΡΩ για το δεύτερο ακίνητο. Στην μεταβίβαση αυτή προέβη ο εν λόγω εναγόμενος, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη ίδιοκτήτρια των άνω ακινήτων και φερόμενη ως εκπροσωπούμενη πωλήτρια στο παραπάνω
συμβόλαιο, τον είχε προηγουμένως καταστήσει πληρεξούσιο αυτής και του είχε χορηγήσει την δυνατότητα να αυτοσυμβάλλεται, δυνάμει του αναφερόμενου στο άνω πωλητήριοσυμβόλαιο με αριθμό …./5-2-1998 πληρεξουσίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………., το οποίο δεν είχε ανακληθεί και παρέμενε σε πλήρη ισχύ κατά τον χρόνο κατάρτισης της παραπάνω μεταβιβαστικής σύμβασης, όπως δήλωσε ο εν λόγω εναγόμενος στον ανωτέρω συμβολαιογράφο, κατά την σύνταξη του άνω πωλητηρίου συμβολαίου. Ειδικότερα, με το ανωτέρω πληρεξούσιο η αρχική ενάγουσα, διόρισε και κατέστησε τον άνω εναγόμενοπληρεξούσιο, αντιπρόσωπο, αντίκλητο και εντολοδόχο της, προκειμένου ο τελευταίος, ενεργώντας αντ` αυτής και για λογαριασμό της, να πωλήσει, μεταβιβάσει και παραδώσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή τα ανήκοντα στην ίδια δύο ακίνητα (δεν αμφισβητείται η ταυτότητα των περιγραφόμενων στα ανωτέρω δύο δημόσια έγγραφα ακινήτων, αν και στο πληρεξούσιο αναφέρεται ότι αυτό παρέχεται για ένα ακίνητο, εκτάσεως όμως ενός στρέμματος περίπου), προς τον εαυτό του, με αυτοσύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 235 ΑΚ ή προς άλλο πρόσωπο – αγοραστή και με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες (βλ. το ανωτέρω πληρεξούσιο). Μάλιστα, στις διευρυμένες εξουσίες με τις οποίες εξόπλισε τον άνω εναγόμενο η πληρεξουσιοδότρια, περιλαμβάνεται και εκείνη με την οποία του έδινε το δικαίωμα να χορηγεί στον τρίτο αγοραστή, κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, σε περίπτωση πιστώσεως του τιμήματος, την ανέκλητη εντολή και πληρεξουσιόητα, που ισχύει και για τις περιπτώσεις των άρθρων 223 και 726 του ΑΚ, να υπογράφει με αυτοσύμβαση, κατά το άρθρο 235 του ΑΚ, την συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης του τιμήματος και κατάργησης της διαλυτικής αίρεσης, καθώς και της συναίνεσης για την εξάλειψη της υποθήκης που τυχόν εγγρόφηκε. Δηλαδή, η αρχική ενάγουσα παρείχε στον ανωτέρω εναγόμενο και πληρεξούσιο αυτής το δικαίωμα να χορηγεί ο ίδιος στον αγοραστή του ακινήτου να αυτοσυμβάλλεται, έστω και αν στο πρόσωπο του άνω εναγομένου συνέτρεχε λόγος (θάνατος ή δικαιοπρακτική ανικανότητα) παύσης της πληρεξουσιότητας που ο ίδιος χορήγησε στον αγοραστή, σε αντίθεση με την ρύθμιση του άρθρου 223 του ΑΚ. Επίσης, στο ανωτέρω πληρεξούσιο περιλαμβάνεται δήλωση της αρχικής ενάγουσας, με την οποία αναγνωρίζει ότι οι ανωτέρω μέλλουσες ενέργειες του πληρεξουσίου και εντολοδόχου αυτής ανωτέρω εναγομένου είναι νόμιμες και απρόσβλητες και θεωρούνται ότι έγιναν από την ίδια (βλ. στο τέλος της προτελευταίας και στην αρχή της τελευταίας σελίδας του ανωτέρω πληρεξουσίου). Τέλος, στο ανωτέρω μεταβιβαστικό συμβόλαιο περιλαμβάνεται δήλωση του άνω εναγομένου, τόσο με την ιδιότητα του εκπροσώπου της πωλήτριας, όσο και για τον εαυτό του ως αγοραστή, ότι το ανωτέρω τίμημα έχει καταβληθεί ήδη από τον χρόνο σύνταξης του πληρεξουσίου και ότι η ανωτέρω πωλήτρια θεωρεί το
συμφωνημένο τίμημα εξοφλημένο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει παρόμοια αναφορά στο παραπάνω πληρεξούσιο και χωοίς να παρέχονται από τους άνω εναγόμενους εύλογες και επαρκείς δικαιολογίες για την παράλειψη κατάρτισης των πωλητηρίων συμβολαίων κατά τον χρόνο
καταβολής των επικαλουμένων και αναγραφόμενων στα άνω συμβόλαια τιμημάτων για την αγορά των ακινήτων, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από αυτούς αδυναμία καταβολής των φόρων και τελών, που απαιτούσε η κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης, δεν παρίσταται πειστική και αξιόπιστη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ότι η αρχική ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 20-11-2003 έως 15-1-2004, κατά το οποίο διένυε το 75° έτος της ηλικίας της (είχε γεννηθεί το έτος 1928), νοσηλεύθηκε στο παθολογικό
τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου «Η ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ», όπου διαγνώσθηκε ότι έπασχε από εμπύρετο σε αποδομή ουρολοίμωξη, κατακλίσεις επί εδάφους παλαιού εγκεφαλικού επεισοδίου, κρίσεις «ε`», την νόσο Parkinson και βαριά αριστερή ημιπάρεση. Η ακτινογραφία του
εγκεφάλου, στην οποία υποβλήθηκε, έδειξε ότι έχει υποστεί εκτεταμένη ισχαιμική πιθανώς αλλοίωση στην περιοχή κατανομής της δεξιάς μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας, στο μεγαλύτερο τμήμα του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου με συνοδό παρουσία εγκεφαλικού οιδήματος. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα από 6-9-2008 έως 9-9-2008 νοσηλεύθηκε στο νευρολογικό τμήμα του άνω
νοσοκομείου, το οποίο επισκέφθηκε για την ρύθμιση της φαρμακευτικής της αγωγής, φέροντας μόνιμό ρινογαστρικο καθετήρα και καθετήρα ουροδόχου κύστης. Από την αντικειμενική εξέταση, στην οποία υποβλήθηκε από τους ιατρούς του εν λόγω νοσοκομείου, διαπιστώθηκε ότι
παρουσιάζει σπαστική τετραπληγία με μόνιμες αγκυλώσεις των άκρων, ατροφίες μυών, κατακλίσεις και παντελή έκπτωση νοητικών λειτουργιών, ευρισκόμενη στο τελικό στάδιο βαρέος οργανικού ψυχοσυνδρόμου (βλ. τα προσκομιζόμενα ιατρικά ενημερωτικά σημειώματα, καθώς και την με αριθμό πρωτοκόλλου …./9-9-2008 ιατρική βεβαίωση του ανωτέρω νοσοκομείου). Τελικά, η αρχική ενάγουσα αποβίωσε στις 19-12-2011 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις ανωτέρω α) ….. συζ. ………….., το γένος ……….., και β) …………., θυγατέρα και εγγονή αντίστοιχα της προαποβιώσασας αδελφής της ……, που υπεισήλθαν στην δικονομική της θέση, όπως προκύπτει από την με αριθμό ../2012 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου του Δήμου ……, το με
αριθμό ../2012 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη δημοσίευσης διαθήκης και το με αριθμό πρωτοκόλλου …/1-2-2012 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου …….. και δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους. Λόγω των ανωτέρω ασθενειών της αρχικής ενάγουσας, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση αδυναμίας να δικαιοπρακτεί ήδη από το έτος 2008, δηλαδή
πριν από την κατάρτιση των ανωτέρω πωλητηρίων συμβολαίων, η ανωτέρω κληρονόμος ανεψιά της, με την απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών από 5-12-2008 αίτησή της, ζήτησε να υποβληθεί η ανωτέρω πάσχουσα θεία της σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, να διορισθεΐ η ίδια οριστική δικαστική συμπαραστάτρια αυτής και τα πρόσωπα που αναφέρονταν στην αίτηση μέλη του εποπτικού συμβουλίου και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, με την οποία η ίδια θα διορίζεται προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της άνω αιτήσεως. Στις 16- 12-2008, που κατατέθηκε η αίτηση στην γραμματεία του άνω Δικαστηρίου, εκδόθηκε προσωρινή διαταγή από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ανωτέρω ανεψιά της καθής η αίτηση διορίσθηκε προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια αυτής, ενώ με την 5932/2009 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 4-8-2009, κρίθηκε ότι η καθής η αίτηση (αρχική ενάγουσα), συνεπεία διαρκούς νοητικής και ψυχικής διαταραχής, εμποδίζεται η λειτουργία των διανοητικών ικανοτήτων της και βρίσκεται σε ολική αδυναμία να φροντίζει τον εαυτό της και τις υποθέσεις της και ότι έχει περιέλθει σε κατάσταση ανικανότητας για την κατάρτιση οποιοσδήποτε δικαιοπραξίας και κατόπιν αυτών υποβλήθηκε σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, με αποτέλεσμα να είναι ανίκανη για όλες τις δικαιοπραξίες (άρθρο 1676 περ. α` του ΑΚ), ενώ διορίσθηκαν η άνω ανεψιά της δικαστική συμπαραστάτρια αυτής, οριστική αλλά και προσωρινή για την χρονική περίοδο από την δημοσίευση της απόφασης έως την τελεσιδικία της και οι προταθέντες με την αίτηση α) ……., β) ……….. και γ) ……., μέλη του εποπτικού συμβουλίου. Επομένως, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 223 του ΑΚ, οι πληρεξουσιότητες, με βάση τις οποίες η αρχική ενάγουσα παραχώρησε στους εναγόμενους το δικαίωμα να πωλήσουν και να μεταβιβάσουν στους εαυτούς τους με αυτοσυμβάσεις τα αναφερόμενα σ` αυτές ακίνητα, που ανήκαν στην ιδιοκτησία της, έπαυσαν να ισχύουν λόγω της από το έτος 2008 τουλάχιστον δικαιοπρακτικής ανικανότητας αυτής, που επιβεβαιώθηκε αρχικά με την χορήγηση της από 16-12-2008 προσωρινής διαταγής, με την οποία η ανωτέρω ανεψιά της αρχικής ενάγουσας διορίσθηκε προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια αυτής κι ακολούθως με την δημοσίευση στις 4-8-2009 της 5932/2009 οριστικής απόφασης του άνω Δικαστηρίου, με την οποία η αρχική ενάγουσα υποβλήθηκε σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση. Την επελθούσα στο πρόσωπο της αρχικής ενάγουσας και πληρεξουσιοδότριας δικαιοπρακτική ανικανότητα και άρα την παύση της ισχύος των ανωτέρω πληρεξουσίων εγγράφων, γνώριζαν οι εναγόμενοι πριν από την κατάρτιση των περιεχομένων στα ανωτέρω πωλητήρια συμβόλαια συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης των άνω ακινήτων, διότι κατά τα τέλη του μήνα Ιουνίου 2009 η ανωτέρω ανεψιά της αρχικής ενάγουσας, εξοπλισμένη με την ανωτέρω προσωρινή διαταγή και ενεργούσα ως διορισμένη προσωρινά δικαστική συμπαραστάτρια της θείας της και συνοδευόμενη από τον
σύζυγο της ………. ως υποψήφιο μέλος του εποπτικού συμβουλίου από τον δικηγόρο Αίγιου ….., επισκέφθηκε το χωριό …, όπου κατοικεί ο εναγόμενος της πρώτης αγωγής ………………. του ……., πρώην δασοφύλακας και γνώστης του τόπου που βρισκόταν η ακίνητη περιουσία της άνω συμπαραστατέας, προκειμένου να εποπτεύσει και να καταγράψει τα ακίνητα αυτής, και του ανακοίνωσε την ανωτέρω ιδιότητά της, καθώς και ότι επίκειται η έκδοση της ανωτέρω οριστικής απόφασης, δεδομένου ότι η άνω αίτηση είχε συζητηθεί από τις 26-3-2009 και ότι με αυτήν αναμένεται η υποβολή της θείας της σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, λόγω των προαναφερόμενων χρονιών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, χωρίς να προκύπτει ότι ο ανωτέρω εναγόμενος της πρώτης αγωγής ή και ο υιός του εναγόμενος της δεύτερης αγωγής …………., ο οποίος πληροφορήθηκε αμέσως ή έστω με καθυστέρηση μιας ή δύο ημερών από τον πατέρα του, όπως εκτιμά το Δικαστήριο με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, την ανακοινωθείσα στον πρώτο δικαιοπρακτική ανικανότητα της ενάγουσας, γνωστοποίησαν στην άνω ανεψιά της ενάγουσας την ύπαρξη των πληρεξουσίων, ή ότι οι ανωτέρω επισκέπτες και περισσότερο η ανεψιά της ενάγουσας γνώριζαν την ύπαρξη αυτών (πληρεξουσίων). Εξάλλου, από την συνολική επισκόπηση του περιεχομένου και των δύο ενδίκων πληρεξουσίων και ειδικότερα από τις προαναφερόμενες περικοπές αυτών, την ανυπαρξία μνείας σ` αυτά των επικαλουμένων στις προτάσεις των εναγομένων ιψοκαταβολών του τιμήματος αγοράς των άνω ακινήτων και κυρίως τν\ν εκ μέρους της πληρεξουσιο-δότριας χορήγηση μόνο στους λήπτες της καθεμιάς πληρεξουσιότητας της δυνατότητας να χορηγούν στους τρίτους αγοραστές των ακινήτων την ανέκκλητη πληρεξουσιότητα να ενεργούν αυτοσυμβάσεις, χωρίς συγχρόνως να παρέχει η ίδια ευθέως με τα πληρεξούσια και όχι από εξωτερικά στοιχεία συναγόμενη τέτοια ανέκκλητη πληρεξουσιότητα στους εναγόμενους για την εκπροσώπησή της ως πωλήτριας στις καταρτιζόμενες από τους ίδιους (εναγόμενους), ως αγοραστές, συμβάσεις πώλησης των άνω ακινήτων της, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αρχική ενάγουσα με τα ανωτέρω ένδικα πληρεξούσια, δεν επιδίωξε ούτε εκδήλωσε την επιθυμία της να ισχύουν αυτά ακόμη και μετά την εμφάνιση της δικαιοπρακτικής της ανικανότητας, δηλαδή ότι επιδίωξε διαφορετική ρύθμιση από εκείνη που προβλέπει το άρθρο 223 του ΑΚ για την παύση της πληρεξουσιότητας. Διαφορετική βούληση της ενάγουσας δεν προκύπτει ούτε από την περιεχόμενη στα άνω πληρεξούσια δήλωση αυτής, ότι αναγνωρίζει από τώρα ως νόμιμες, έγκυρες και απρόσβλητες όλες τις πράξεις και ενέργειες των πληρεξουσίων της, διότι οι ανωτέρω δηλώσεις αναφέρονται σε ενέργειες και πράξεις των εντολοδόχων που περιλαμβάνονται και υπάγονται στις χορηγηθείσες με τα πληρεξούσια εξουσίες, και όχι σ` αυτές που δεν χορηγήθηκαν. Τέλος, τέτοια διαφορετική βούληση δεν προκύπτει από τα ανωτέρω πληρεξούσια, ούτε με την αρωγή των ερμηνευτικών αρχών των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, ακόμη και αν ακολουθήσει κάποιος την αναφερόμενη στην ανωτέρω νομική σκέψη επιεική άποψη ότι η αντίθετη προ την ρύθμιση του άρθρου 223 του ΑΚ βούληση του δότη του πληρεξουσίου μπορεί να προκύψει από την ερμηνεία του τελευταίου και όχι από ευθεία και καθαρή δήλωση αυτού που περιέχεται στο πληρεξούσιο (βλ. ΑΠ 1701/2010 ο.π), εφόσον από τις προαναφερόμενες περικοπές των πληρεξουσίων, το Δικαστήριο εκτιμά ότι αν ήθελε η αρχική ενάγουσα να χορηγήσει ανέκκλητη, με την παραπάνω έννοια, πληρεξουσιότητα στους εναγόμενους θα το δήλωνε ευθέως με τα πληρεξούσια, όπως έπραξε και με την παρασχεθείσα στους εναγόμενους εξουσία να χορηγούν στους τρίτους αγοραστές των ακινήτων της ανέκκλητη πληρεξουσιότητα προς κατάρτιση αυτό- συμβάσεων, κατά τα -προαναφερόμενα. Επομένως, οι ανωτέρω αυτοσυμβάσεις που περιέχονται στα προαναφερόμενα πωλητήρια συμβόλαια, εφόσον καταρτίσθηκαν από τους εναγόμενους μετά την υποβολή της αρχικής ενόγουσας σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, λόγω της δικαιοπρακτικής ανικανότητας αυτής, που κηρύχθηκε με την ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γεγονός που γνώριζαν οι εναγόμενοι κατά τον χρόνο κατάρτισής τους, χωρίς να προκύπτει από τα ένδικα δύο πληρεξούσια ότι η ανωτέρω
ενάγουσα εξέφρασε βούληση για διαφορετική ρύθμιση από την προβλεπόμενη στο άρθρο 223 του ΑΚ, είναι άκυρες και ανίσχυρες και λογίζονται ως μη γενόμενες, εφόσον κατά την κατάρτ`σή τους είχε επέλθει παύση της ισχύος των άνω πληρεξουσίων (άρθρα 128, 180, 223, 224 του ΑΚ). Ακολούθως, οι ισχυρισμοί (ενστάσεις) των εναγομένων, που προτάθηκαν πρωτόδικα με τις προτάσεις τους, ότι αγνοούσαν την παύση της πληρεξουσιότητας κατά την κατάρτιση των άνω αυτοσυμβάσεων και ότι η ισχύς των πληρεξουσίων δεν έπαυσε μετά την κήρυξη της δικαιοπρακτικής ανικανότητας της πληρεξουσιοδότριας, επειδή η τελευταία με τα ανωτέρω πληρεξούσιά της είχε εκδηλώσει την βούλησή της για αντίθετη ρύθμιση προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 223 του ΑΚ, παρίστανται ως αβάσιμοι κατ` ουσίαν. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που απέρριψε τους ανωτέρω ισχυρισμούς των εναγομένων και δέχθηκε τις συνεκδικασθείσες ένδικες αγωγές, κατά το μέρος που τις έκρινε νόμιμες, ως βάσιμες και από ουσιαστική άποψη, αναγνώρισε την ακυρότητα των προαναφερόμενων πωλητηρϊων συμβολαίων και υποχρέωσε τους εναγόμενους να παραδώσουν στις ανωτέρω κληρονόμους της αρχικής ενάγουσας, που συνεχίζουν την δίκη, τα ανωτέρω δύο πληρεξούσια, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και σωστά τις αποδείξεις εκτίμησε, γι` αυτό οι σχετικοί (πρώτος και δεύτερος) λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως κατ` ουσίαν αβάσιμοι, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματος αυτών, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος, των εκκαλούντων που ηττώνται {άρθρο 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ θα πρέπει επίσης, λόγω της απόρριψης της έφεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του οριζόμενου στο διατακτικό παράβολου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την υπό κρίση από 21-12-2012 και με αριθμό κατάθεσης 86/21-
12-2012 έφεση, κατά της 84/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αίγιου.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος με αριθμό Ζ- 7342485 παράβολου του δημοσίου, ποσού διακοσίων (200) ΕΥΡΩ, στον καταθέσαντα εκκαλούντα …………

Δέχεται την ανωτέρω έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ` ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του με αριθμό Ζ-7342484 παράβολου στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ΕΥΡΩ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε με την ίδια σύνθεση στην Πάτρα την 2 Νοεμβρίου 2017 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 22 Δεκεμβρίου 2017 με τη σύνθεση Γεώργιο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών λόγω μεταθέσεως του μέλους του Δικαστηρίου Μαρίας Καραγιάννη, Σαλώμη Μούζουρα, λόγω προαγωγή,ς του μέλους του Δικαστηρίου Γεωργίου Οικονόμου, Κωνσταντία Συροπούλου, λόγω μεταθέσεως του μέλους του Δικαστηρίου Λεωνίδα Τσιγκρή, Εφέτες, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους .

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Α.Σ.